συκομωραία: Difference between revisions

From LSJ

κρείσσων γὰρ ἦσθα μηκέτ' ὢν ἢ ζῶν τυφλός → thou wert better not alive, than living blind | you were better not alive, than living blind

Source
(6)
(CSV import)
 
Line 4: Line 4:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σῡκομωραία:''' ἡ, = [[συκόμορος]], σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''σῡκομωραία:''' ἡ, = [[συκόμορος]], σε Καινή Διαθήκη
}}
{{ntsuppl
|ntstxt=ας (ἡ) sycomore<br>[v. [[συκόμορος]]]
}}
}}

Latest revision as of 18:30, 17 October 2022

English (Strong)

from σῦκον and moron (the mulberry); the "sycamore"-fig tree: sycamore tree. Compare συκάμινος.

Greek Monotonic

σῡκομωραία: ἡ, = συκόμορος, σε Καινή Διαθήκη

French (New Testament)

ας (ἡ) sycomore
[v. συκόμορος]