οἰσύϊνος: Difference between revisions
From LSJ
πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → the critical moment will turn out to be the teacher of many things
(5) |
(3b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''οἰσύϊνος:''' [ῐ], -η, -ον, αυτός που προέρχεται από τη [[λυγαριά]], [[πλέγμα]] φτιαγμένο από κλαδιά λυγαριάς, σε Ομήρ. Οδ., Θουκ. κ.λπ. | |lsmtext='''οἰσύϊνος:''' [ῐ], -η, -ον, αυτός που προέρχεται από τη [[λυγαριά]], [[πλέγμα]] φτιαγμένο από κλαδιά λυγαριάς, σε Ομήρ. Οδ., Θουκ. κ.λπ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''οἰσύϊνος:''' ивовый (ῥῖπες Hom.; ἀσπίδες Thuc.; [[ὅπλα]] Xen.). | |||
}} | }} |
Revision as of 00:48, 1 January 2019
English (LSJ)
[ῐ], η, ον,
A of osier, of wickerwork, ῥῖπες Od.5.256 ; ἀσπίδες Th.4.9 ; ὅπλα X.HG2.4.25 ; ῥάβδος AP6.246 ; κύρτος Opp.H.3.372.
Greek (Liddell-Scott)
οἰσύϊνος: [ῐ], -η, -ον, ὁ ἐξ οἰσύας, ῥῖπες Ὀδ. Ε. 256· ἀσπίδες Θουκ. 4. 9· ὅπλα Ξεν. Ἑλλ. 2. 4. 25.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
d’osier.
Étymologie: οἰσύα.
Greek Monolingual
οἰσύϊνος, -ίνη, -ον (Α)
αυτός που είναι κατασκευασμένος από κλαδιά λυγαριάς («οἰσύϊναι ἀσπίδες», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἰσύα «το φυτό λυγαριά» + κατάλ. -ινος (πρβλ. δάφν-ινος)].
Greek Monotonic
οἰσύϊνος: [ῐ], -η, -ον, αυτός που προέρχεται από τη λυγαριά, πλέγμα φτιαγμένο από κλαδιά λυγαριάς, σε Ομήρ. Οδ., Θουκ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
οἰσύϊνος: ивовый (ῥῖπες Hom.; ἀσπίδες Thuc.; ὅπλα Xen.).