πειθός: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned

Source
(5)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πειθός:''' -ή, -όν, μεταγεν. [[τύπος]] του [[πιθανός]], σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''πειθός:''' -ή, -όν, μεταγεν. [[τύπος]] του [[πιθανός]], σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''πειθός:''' убедительный (σοφίας λόγοι NT).
}}
}}

Revision as of 09:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πειθός Medium diacritics: πειθός Low diacritics: πειθός Capitals: ΠΕΙΘΟΣ
Transliteration A: peithós Transliteration B: peithos Transliteration C: peithos Beta Code: peiqo/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A = πιθανός, 1 Ep.Cor.2.4.

Greek (Liddell-Scott)

πειθός: -ή, -όν, ἀνώμαλος τύπος τοῦ πιθανός, Ἐπιστ. πρώτη πρὸς Κορινθ. β΄, 4.

English (Strong)

from πείθω; persuasive: enticing.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
πιθανός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πειθ- του πείθω + κατάλ. -ός].

Greek Monotonic

πειθός: -ή, -όν, μεταγεν. τύπος του πιθανός, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

πειθός: убедительный (σοφίας λόγοι NT).