εὐκατάλυτος: Difference between revisions

From LSJ

ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)

Source
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐκατάλῠτος:''' -ον ([[καταλύω]]), αυτός που καταλύεται, που καταστρέφεται εύκολα, σε Ξεν.
|lsmtext='''εὐκατάλῠτος:''' -ον ([[καταλύω]]), αυτός που καταλύεται, που καταστρέφεται εύκολα, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐκατάλῠτος:''' легко разрушаемый, без труда устранимый (ἡ Λακεδαιμονίων [[πλεονεξία]] Xen.).
}}
}}

Revision as of 08:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐκατάλῠτος Medium diacritics: εὐκατάλυτος Low diacritics: ευκατάλυτος Capitals: ΕΥΚΑΤΑΛΥΤΟΣ
Transliteration A: eukatálytos Transliteration B: eukatalytos Transliteration C: efkatalytos Beta Code: eu)kata/lutos

English (LSJ)

ον,

   A easy to overthrow, X. HG3.5.15 (Comp.).

German (Pape)

[Seite 1073] leicht aufzulösen, zu vernichten, Λακεδαιμονίων πλεονεξία Xen. Hell. 3, 5, 14, im compar.

Greek (Liddell-Scott)

εὐκατάλῠτος: -ον, εὐκόλως καταλυόμενος, καταστρεφόμενος, Ξεν. Ἑλλ. 3. 5, 15.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
facile à dissoudre, à détruire;
Cp. εὐκαταλυτώτερος.
Étymologie: εὖ, καταλύω.

Greek Monolingual

εὐκατάλυτος, -ον (Α)
αυτός που καταλύεται εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -κατα-λυτος (< κατα-λύω), πρβλ. α-κατά-λυτος, δυσ-κατά-λυτος].

Greek Monotonic

εὐκατάλῠτος: -ον (καταλύω), αυτός που καταλύεται, που καταστρέφεται εύκολα, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

εὐκατάλῠτος: легко разрушаемый, без труда устранимый (ἡ Λακεδαιμονίων πλεονεξία Xen.).