δαγύς: Difference between revisions
αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.
(3) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δᾱγύς:''' -ῦδος, ἡ, κέρινη [[κούκλα]], [[μαριονέτα]], σε Θεόκρ. | |lsmtext='''δᾱγύς:''' -ῦδος, ἡ, κέρινη [[κούκλα]], [[μαριονέτα]], σε Θεόκρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δᾱγύς:''' ῦδος ἡ восковая кукла (для магических воздействий через нее) Theocr. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:12, 31 December 2018
English (LSJ)
ῦδος, ἡ,
A wax doll, used in magic rites, puppet, Theoc.2.110.
German (Pape)
[Seite 513] ῦδος, ἡ, eine wächserne Puppe der Zauberer, Theocr. 2, 110 (die Lesart δατύς des Hesych. ist minder gut), scheint thessalisch, vgl. κοροκόσμιον.
Greek (Liddell-Scott)
δᾱγύς: ῦδος, ἡ, ἐκ κηροῦ πλαγγ ὼν χρησιμεύουσα εἰς μαγικὰς τελετάς, Θεόκρ. 2. 110· ἔνθα ἕτεροι δατύς. (Πιθ. λέξις Θεσσαλ., πρβλ. Voss Βεργ. Ἐκλ. 2. 73), πρβλ. κοροκόσμιον.
French (Bailly abrégé)
ῦδος (ἡ) :
poupée de cire en usage dans les opérations de magie.
Étymologie: DELG pas d’étym.
Spanish (DGE)
(δᾱγύς) -ῦδος, ἡ muñeca de cera Erinn.SHell.401.21, Theoc.2.110.
Greek Monolingual
δογύς (δαγῡδος), η (Α)
μικρό κέρινο ομοίωμα ανθρώπου, κούκλα που χρησίμευε συνήθως σε μαγικές τελετές.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για τεχνικό όρο της δωρικής διαλέκτου, άγνωστης ετυμολογίας].
Greek Monotonic
δᾱγύς: -ῦδος, ἡ, κέρινη κούκλα, μαριονέτα, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
δᾱγύς: ῦδος ἡ восковая кукла (для магических воздействий через нее) Theocr.