ἐκφράζω: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐκφράζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[απαριθμώ]], [[εξιστορώ]], [[αφηγούμαι]], [[διηγούμαι]], [[περιγράφω]], [[εκθέτω]], σε Αισχύλ., Ευρ.
|lsmtext='''ἐκφράζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[απαριθμώ]], [[εξιστορώ]], [[αφηγούμαι]], [[διηγούμαι]], [[περιγράφω]], [[εκθέτω]], σε Αισχύλ., Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐκφράζω:''' <b class="num">1)</b> высказывать, описывать (ἕκαστα Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> выражать, обозначать (τι τοῖς [[θεῶν]] ὀνόμασι Plut.).
}}
}}