συννικάω: Difference between revisions
From LSJ
Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)
(6) |
(nl) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συννῑκάω:''' [[νικώ]], [[κυριεύω]], [[κατακτώ]] μαζί με κάποιον, <i>τινί</i>, σε Ευρ. | |lsmtext='''συννῑκάω:''' [[νικώ]], [[κυριεύω]], [[κατακτώ]] μαζί με κάποιον, <i>τινί</i>, σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=συννῑκάω [σύν, νικάω] gezamenlijk overwinnen. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:04, 31 December 2018
English (LSJ)
A have part in a victory, τινι with another, E.Alc.1103; χορῷ IG22.3101 (tm.); μετ' ἀλλήλων X.Cyr.6.4.14: abs., And.3.27:— Pass., to be conquered together, D.C.49.10.
Greek (Liddell-Scott)
συννῑκάω: νικῶ ὁμοῦ μετά τινος, νικῶντι μέντοι καὶ σὺ συννικᾷς ἐμοὶ Εὐρ. Ἄλκ. 1103· μετά τινος Ξεν. Κύρ. 6. 4, 14· ἀπολ., Ἀνδοκ. 27. 2. ΙΙ. μεταβ., Δίων Κ. 37. 21· παθητ., ὁ αὐτ. 49. 10.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
vaincre avec, τινι.
Étymologie: σύν, νικάω.
Greek Monotonic
συννῑκάω: νικώ, κυριεύω, κατακτώ μαζί με κάποιον, τινί, σε Ευρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συννῑκάω [σύν, νικάω] gezamenlijk overwinnen.