κατάπλυσις: Difference between revisions
From LSJ
Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht
(5) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κατάπλῠσις:''' ἡ, [[πλύσιμο]] σε [[νερό]], σε Ξεν. | |lsmtext='''κατάπλῠσις:''' ἡ, [[πλύσιμο]] σε [[νερό]], σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κατάπλῠσις:''' εως ἡ омовение, мытье (τῶν σκελῶν Xen.). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:36, 31 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ,
A bathing in water, τῶν σκελῶν X.Eq.5.9.
German (Pape)
[Seite 1371] ἡ, das Abspülen, Abwaschen, Xen. de re equ. 5, 9.
Greek (Liddell-Scott)
κατάπλυσις: -εως, ἡ, ἡ διὰ τοῦ καταχεομένου ὕδατος πλύσις, κάθαρσις, τῶν σκελῶν Ξεν. Ἱππ. 5. 9.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de laver.
Étymologie: καταπλύνω.
Greek Monolingual
κατάπλυσις, ἡ (Α) καταπλύνω
πλύσιμο, λούσιμο, καθάρισμα με νερό.
Greek Monotonic
κατάπλῠσις: ἡ, πλύσιμο σε νερό, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
κατάπλῠσις: εως ἡ омовение, мытье (τῶν σκελῶν Xen.).