μετίσχω: Difference between revisions

From LSJ

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μετίσχω:''' = [[μετέχω]], με γεν. πράγμ., σε Ηρόδ.
|lsmtext='''μετίσχω:''' = [[μετέχω]], με γεν. πράγμ., σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''μετίσχω:''' ион.-атт. = [[μετέχω]].
}}
}}

Revision as of 00:04, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετίσχω Medium diacritics: μετίσχω Low diacritics: μετίσχω Capitals: ΜΕΤΙΣΧΩ
Transliteration A: metíschō Transliteration B: metischō Transliteration C: metischo Beta Code: meti/sxw

English (LSJ)

   A = μετέχω, c. gen. rei, φόνου Hdt.5.92.γ, cf. Pl.Ti.58e, R.411d.

German (Pape)

[Seite 161] (s. ἴσχω), = μετέχω, τινός, z. B. τοῦ φόνου μετίσχειν, Her. 5, 92, 3, u. einzeln bei Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μετίσχω: μετέχω, μετὰ γεν. πράγμ., Ἡρόδ. 5. 92, 3.

French (Bailly abrégé)

ion. et att. c. μετέχω.

Greek Monolingual

μετίσχω (Α)
βλ. μετέχω.

Greek Monotonic

μετίσχω: = μετέχω, με γεν. πράγμ., σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

μετίσχω: ион.-атт. = μετέχω.