θηλύγλωσσος: Difference between revisions

From LSJ

σωφροσύνης πίστην ἔχειν περί τινος → to be persuaded of one's probity

Source
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θηλύγλωσσος:''' -ον, αυτός που έχει γυναικεία [[γλώσσα]], σε Ανθ. Π.
|lsmtext='''θηλύγλωσσος:''' -ον, αυτός που έχει γυναικεία [[γλώσσα]], σε Ανθ. Π.
}}
{{elru
|elrutext='''θηλύγλωσσος:''' с женственной речью, нежноголосый (sc. [[γυνή]] Anth.).
}}
}}

Revision as of 21:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θηλῠγλωσσος Medium diacritics: θηλύγλωσσος Low diacritics: θηλύγλωσσος Capitals: ΘΗΛΥΓΛΩΣΣΟΣ
Transliteration A: thēlýglōssos Transliteration B: thēlyglōssos Transliteration C: thilyglossos Beta Code: qhlu/glwssos

English (LSJ)

ον,

   A with woman's tongue, Νοσσίς AP9.26.7 (Antip. Thess.).

German (Pape)

[Seite 1207] Νόσσις, die Sängerinn, Antp. Th. 23 (XI, 26).

Greek (Liddell-Scott)

θηλύγλωσσος: -ον, ἔχων γυναικείαν γλῶσσαν, ὁμιλῶν τρυφερὰ ὡς γυνή, Ἀνθ. Π. 9. 26.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à la voix de femme, à la voix douce.
Étymologie: θῆλυς, γλῶσσα.

Greek Monolingual

θηλύγλωσσος, -ον (Α)
αυτός που έχει γυναικεία γλώσσα, αυτός που μιλάει σαν γυναίκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυ- + -γλωσσος (< γλώσσα), πρβλ. βραδύ-γλωσσος, πολύ-γλωσσος].

Greek Monotonic

θηλύγλωσσος: -ον, αυτός που έχει γυναικεία γλώσσα, σε Ανθ. Π.

Russian (Dvoretsky)

θηλύγλωσσος: с женственной речью, нежноголосый (sc. γυνή Anth.).