3,274,216
edits
(6) |
(4) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πρέσβυς:''' -εως, ὁ, κλητ. <i>πρέσβυ</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[μεγάλος]] σε [[ηλικία]] [[άνθρωπος]], Λατ. [[senex]] (στον πεζό λόγο ο [[τύπος]] είναι [[πρεσβύτης]]), σε Σοφ., Ευρ.· ο [[πρέσβυς]] χρησιμ. περισσότερο όπως το [[πρεσβύτερος]], ο μεγαλύτερος σε [[ηλικία]], ο γεροντότερος, σε Αισχύλ.· πληθ. <i>πρέσβεις</i>, οι ηλικιωμένοι, οι γέροντες, πάντα με τη [[σημασία]] του αξιώματος, εννοώντας δηλ. οι άρχοντες, οι ηγεμόνες, στον ίδ.· Επικ. <i>πρέσβηες</i>, σε Ησίοδ.<br /><b class="num">2.</b> ο Όμηρ. χρησιμοποιεί μόνο τον συγκρ. και υπερθ.· συγκρ. [[πρεσβύτερος]], <i>-α</i>, <i>-ον</i>, μεγαλύτερος, γεροντότερος, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Πίνδ., Αττ.· <i>ἐνιαυτῷ</i>, κατά ένα [[έτος]], σε Αριστοφ.· <i>βουλαὶ πρεσβύτεραι</i>, οι σοφές γνώμες των ηλικιωμένων, σε Πίνδ.· υπερθ. <i>πρεσβύτατος</i>, <i>-η</i>, <i>-ον</i>, ο πιο [[μεγάλος]], ο πιο ηλικιωμένος, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ. κ.λπ.· ο συγκρ. και υπερθ. λέγεται για πράγματα, <i>πρεσβύτερόν τι</i> (ή <i>οὐδὲν</i>) <i>ἔχειν</i>, Λατ. [[aliquid]] (ή [[nihil]]) antiquius habere, [[θεωρώ]] κάποιον εντιμότερο ή πιο σημαντικό, τὰ τοῦ θεοῦ πρεσβύτερα ποιεῖσθαι ἢ τὰ [[τῶν]] [[ἀνδρῶν]], σε Ηρόδ.· <i>πρεσβύτατον κρίνειν τι</i>, σε Θουκ.· <i>πρεσβυτέρως γυμναστικὴν μουσικῆς τετιμηκέναι</i>, πιο [[υψηλά]] από..., σε Πλάτ.· απ' όπου, [[απλώς]] λέγεται για [[μέγεθος]], <i>πρεσβύτερον κακὸν κακοῦ</i>, το ένα [[κακό]] πιο φοβερό από το [[άλλο]], σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> όπως [[πρεσβευτής]], [[εκπρόσωπος]], σε Αισχύλ., Αριστοφ.· πληθ. <i>πρέσβεις</i>, χρησιμ. περισσότερο απ' ότι το <i>πρεσβευταί</i>, σε Αριστοφ., Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">III.</b> [[άρχοντας]], [[πρόεδρος]]· συγκρ. [[πρεσβύτερος]], [[πρεσβύτερος]], [[μέλος]] του Ιουδαϊκού συμβουλίου, σε Καινή Διαθήκη κ.λπ.· [[πρεσβύτερος]] της Εκκλησίας, [[ιερέας]], στο ίδ. | |lsmtext='''πρέσβυς:''' -εως, ὁ, κλητ. <i>πρέσβυ</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[μεγάλος]] σε [[ηλικία]] [[άνθρωπος]], Λατ. [[senex]] (στον πεζό λόγο ο [[τύπος]] είναι [[πρεσβύτης]]), σε Σοφ., Ευρ.· ο [[πρέσβυς]] χρησιμ. περισσότερο όπως το [[πρεσβύτερος]], ο μεγαλύτερος σε [[ηλικία]], ο γεροντότερος, σε Αισχύλ.· πληθ. <i>πρέσβεις</i>, οι ηλικιωμένοι, οι γέροντες, πάντα με τη [[σημασία]] του αξιώματος, εννοώντας δηλ. οι άρχοντες, οι ηγεμόνες, στον ίδ.· Επικ. <i>πρέσβηες</i>, σε Ησίοδ.<br /><b class="num">2.</b> ο Όμηρ. χρησιμοποιεί μόνο τον συγκρ. και υπερθ.· συγκρ. [[πρεσβύτερος]], <i>-α</i>, <i>-ον</i>, μεγαλύτερος, γεροντότερος, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Πίνδ., Αττ.· <i>ἐνιαυτῷ</i>, κατά ένα [[έτος]], σε Αριστοφ.· <i>βουλαὶ πρεσβύτεραι</i>, οι σοφές γνώμες των ηλικιωμένων, σε Πίνδ.· υπερθ. <i>πρεσβύτατος</i>, <i>-η</i>, <i>-ον</i>, ο πιο [[μεγάλος]], ο πιο ηλικιωμένος, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ. κ.λπ.· ο συγκρ. και υπερθ. λέγεται για πράγματα, <i>πρεσβύτερόν τι</i> (ή <i>οὐδὲν</i>) <i>ἔχειν</i>, Λατ. [[aliquid]] (ή [[nihil]]) antiquius habere, [[θεωρώ]] κάποιον εντιμότερο ή πιο σημαντικό, τὰ τοῦ θεοῦ πρεσβύτερα ποιεῖσθαι ἢ τὰ [[τῶν]] [[ἀνδρῶν]], σε Ηρόδ.· <i>πρεσβύτατον κρίνειν τι</i>, σε Θουκ.· <i>πρεσβυτέρως γυμναστικὴν μουσικῆς τετιμηκέναι</i>, πιο [[υψηλά]] από..., σε Πλάτ.· απ' όπου, [[απλώς]] λέγεται για [[μέγεθος]], <i>πρεσβύτερον κακὸν κακοῦ</i>, το ένα [[κακό]] πιο φοβερό από το [[άλλο]], σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> όπως [[πρεσβευτής]], [[εκπρόσωπος]], σε Αισχύλ., Αριστοφ.· πληθ. <i>πρέσβεις</i>, χρησιμ. περισσότερο απ' ότι το <i>πρεσβευταί</i>, σε Αριστοφ., Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">III.</b> [[άρχοντας]], [[πρόεδρος]]· συγκρ. [[πρεσβύτερος]], [[πρεσβύτερος]], [[μέλος]] του Ιουδαϊκού συμβουλίου, σε Καινή Διαθήκη κ.λπ.· [[πρεσβύτερος]] της Εκκλησίας, [[ιερέας]], στο ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πρέσβυς:''' εως adj. (только nom., voc. πρέσβυ, acc. πρέσβυν; pl. - только в знач. [[πρέσβυς]] 2 - πρέσβεις и эп. [[πρέσβηες]]; dual. [[πρέσβη]] или πρεσβῆ; compar. [[πρεσβύτερος]], superl. πρεσβύτατος и [[πρέσβιστος]])<br /><b class="num">1)</b> старый (ὁ π. [[Πόλυβος]] Soph.; [[ἄναξ]] Aesch.; οἱ παῖδες καὶ οἱ πρεσβύτεροι Xen.): πρεσβύτατος γενεῇ Hom. старший по рождению; ἐνιαυτῷ [[πρεσβύτερος]] Arph. годом старше; ἐπὶ τὸ πρεσβύτερον [[ἰέναι]] Plat. становиться старше, стареть;<br /><b class="num">2)</b> почтенный, уважаемый (βουλαί Pind.);<br /><b class="num">3)</b> значительный, важный: πρεσβύτερόν τι ποιεῖσθαι ἤ τι Her. ставить что-л. выше чего-л.; πρεσβύτατον κρίνειν τι Thuc. считать что-л. самым главным; πρεσβύτερον κακοῦ [[κακόν]] τι Soph. какое-л. неслыханное несчастье.<br />εως ὁ (преимущ. pl.)<br /><b class="num">1)</b> старейшина, вождь Aesch.;<br /><b class="num">2)</b> посол Aesch., Thuc., Xen., Dem., Arph.;<br /><b class="num">3)</b> птица королек Arst. | |||
}} | }} |