ἀπολιχμάομαι: Difference between revisions

From LSJ

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501
(3)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπολιχμάομαι:''' αποθ., [[ἀπολείχω]], [[καθαρίζω]], γλείφοντας, [[αἷμα]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ἀπολιχμάομαι:''' αποθ., [[ἀπολείχω]], [[καθαρίζω]], γλείφοντας, [[αἷμα]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπολιχμάομαι:''' слизывать ([[αἷμα]] Hom.).
}}
}}

Revision as of 17:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπολιχμάομαι Medium diacritics: ἀπολιχμάομαι Low diacritics: απολιχμάομαι Capitals: ΑΠΟΛΙΧΜΑΟΜΑΙ
Transliteration A: apolichmáomai Transliteration B: apolichmaomai Transliteration C: apolichmaomai Beta Code: a)polixma/omai

English (LSJ)

   A lick off, αἷμα Il.21.123:—later in Act., D.H.1.79.    II lick, τὸ πρόσωπον Longus 1.5.

German (Pape)

[Seite 312] ablecken, Il. 21, 123 οἵ σ' ὠτειλὴν αἷμ' ἀπολιχμήσονται; Sp. auch activ., τὸν πηλὸν ἀπελίχμα αὐτῶν D. Hal. 1, 79.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπολιχμάομαι: ἀποθ. = ἀπολείχω, αἷμα Ἰλ. Φ. 123· τὸ ἐνεργ. ἀπαντᾷ παρὰ Διον. Ἁλ. 1. 79. ΙΙ. λείχω, τὸ πρόσωπον Λόγγ. 1. 5.

Spanish (DGE)

chupar, lamer, αἷμα Il.21.123, τὸ πρόσωπον Longus 1.5.2
tard. en v. act. τῇ γλώττῃ τὸν πηλόν Fabius Pictor 4b.6.

Greek Monolingual

ἀπολιχμάομαι (Α)
γλείφω.

Greek Monotonic

ἀπολιχμάομαι: αποθ., ἀπολείχω, καθαρίζω, γλείφοντας, αἷμα, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπολιχμάομαι: слизывать (αἷμα Hom.).