ἀπορία: Difference between revisions

From LSJ

Ζήσεις βίον κράτιστον, ἢν θυμοῦ κρατῇς → Vives bene, si sis vacuus iracundia → Am besten lebst du, wenn du deinen Zorn beherrschst

Menander, Monostichoi, 186
(3)
(1)
Line 36: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπορία:''' Ιων. -ίη, ἡ (ἄ-πορος)·<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για τόπους, [[δυσκολία]] προσπελάσεως ή διαβάσεως, σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πράγματα, [[δυσχέρεια]], δυσκολίες, [[αμηχανία]] ή [[έλλειψη]] πόρων για [[κάτι]]· ἐς ἀπορίην [[ἀπιγμένος]], [[ἀπειλημένος]], <i>ἐν ἀπορίῃ ἔχεσθαι ἀπορίῃσιν ἐνέχεσθαι</i>, σε Ηρόδ.· [[ἀπορία]] τοῦ μὴ ἡσυχάζειν, αδύνατον να παραμείνει [[κάποιος]] [[ήσυχος]], σε Θουκ.<br /><b class="num">III. 1.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[δυσκολία]] χαρακτήρα, [[δυστροπία]], [[δυσχέρεια]] στην κοινωνική [[συναναστροφή]], <i>τινός</i>, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[έλλειψη]] μέσων, πόρων ή αποθεμάτων, [[αμηχανία]], [[δυσχέρεια]], [[αμφιβολία]], [[ενδοιασμός]], περιπλοκότητα, σε Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> [[ἀπορία]] τινός, [[έλλειψη]] προσώπου ή πράγματος, σε Αριστοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">4.</b> απόλ., [[πενία]], [[φτώχεια]], σε Θουκ.
|lsmtext='''ἀπορία:''' Ιων. -ίη, ἡ (ἄ-πορος)·<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για τόπους, [[δυσκολία]] προσπελάσεως ή διαβάσεως, σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πράγματα, [[δυσχέρεια]], δυσκολίες, [[αμηχανία]] ή [[έλλειψη]] πόρων για [[κάτι]]· ἐς ἀπορίην [[ἀπιγμένος]], [[ἀπειλημένος]], <i>ἐν ἀπορίῃ ἔχεσθαι ἀπορίῃσιν ἐνέχεσθαι</i>, σε Ηρόδ.· [[ἀπορία]] τοῦ μὴ ἡσυχάζειν, αδύνατον να παραμείνει [[κάποιος]] [[ήσυχος]], σε Θουκ.<br /><b class="num">III. 1.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[δυσκολία]] χαρακτήρα, [[δυστροπία]], [[δυσχέρεια]] στην κοινωνική [[συναναστροφή]], <i>τινός</i>, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[έλλειψη]] μέσων, πόρων ή αποθεμάτων, [[αμηχανία]], [[δυσχέρεια]], [[αμφιβολία]], [[ενδοιασμός]], περιπλοκότητα, σε Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> [[ἀπορία]] τινός, [[έλλειψη]] προσώπου ή πράγματος, σε Αριστοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">4.</b> απόλ., [[πενία]], [[φτώχεια]], σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπορία:''' ион. ἀπορίη ἡ<br /><b class="num">1)</b> непроходимость, трудность перехода ([[πεζῇ]] καὶ κατὰ θάλατταν Xen.);<br /><b class="num">2)</b> недостаток, нехватка, скудость, отсутствие (τροφῆς Thuc.; ἐπιτηδείων Xen.; σοφῶν [[ἀνδρῶν]] Arph.): ἀπορίᾳ τινός Thuc. за недостатком чего-л.;<br /><b class="num">3)</b> нужда, бедность Thuc., Arst.;<br /><b class="num">4)</b> недород, бесхлебица (ἰσχυρᾶς ἀπορίας γενομένης Plut.);<br /><b class="num">5)</b> безвыходное положение, стесненные обстоятельства (ἐς ἀπορίην [[ἀπιγμένος]] Her.; (ἐν) ἀπορίᾳ ἔχεσθαι Her., Plat.): ἡ ἀ. τοῦ μὴ ἡσυχάζειν Thuc. невозможность отдохнуть;<br /><b class="num">6)</b> трудность, затруднение, недоумение (ἀπορίαν λύειν или διαλύειν Arst.): ἀπορίαν ἀπορεῖν Plat. быть в недоумении, колебаться; πολλὴν ἀπορίαν παρέχειν τινί Plut. поставить кого-л. в тупик.
}}
}}

Revision as of 08:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπορία Medium diacritics: ἀπορία Low diacritics: απορία Capitals: ΑΠΟΡΙΑ
Transliteration A: aporía Transliteration B: aporia Transliteration C: aporia Beta Code: a)pori/a

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ, (ἄπορος)

   A being ἄπορος: hence,    I of places, difficulty of passing, X.An.5.6.10.    II of things, difficulty, straits, in sg. and pl., ἐς ἀπορίην πολλὴν ἀπιγμένος, ἀπειλημένος, Hdt.1.79, 2.141; ἐν ἀπορίῃ or ἐν ἀποίῃσι ἔχεσθαι, Id.9.98, 4.131, cf. Antipho 5.66; ἀπορίῃσιν ἐνείχετο Hdt.1.190; ἀπορίην ἐρωτηθέντι παρασχεῖν Hp.VM13, cf. Lys.19.1; ἀπορια τελέθει, c. inf., Pi.N.7.105, cf. Pl. Lg.788c; εἰς φρέατα καὶ πᾶσαν ἀ. ἐμπίπτων Id.Tht.174c: c. gen. rei, ἀ. τοῦ μὴ γινώσκειν Hp.Morb.Sacr.1; ἀ. τοῦ μὴ ἡσυχάζειν impossibility of keeping quiet, Th.2.49; ἀ. τῆς προσορμίσεως Id.4.10; ἀ. τοῦ ἀνακαθαίρεσθαι Pl.Lg.678d.    2 not providing a thing, Id.Men. 78e.    III of persons, difficulty of dealing with or getting at, τῶν Σκυθέων Hdt.4.83; τοῦ ἀποκτείναντος Antipho 2.4.2.    2 being at a loss, embarrassment, perplexity, ἀ. τοῦ δυστυχεῖν E.Ion971, cf. Th. 7.44,75, etc.; ἀ. ἐν τῷ λόγῷ συμβᾶσα Aeschin.2.41; distress, discomfort, in illness, Hp.Epid.5.42, Aret.SA2.5: hence metaph., ὠδίνουσι καὶ ἀπορίας ἐμπίμπλανται Pl.Tht.151a.    3 ἀ. τινός lack of a person or thing, σοφῶν ἀνδρῶν Ar.Ra.806; τροφῆς, χρημάτων, etc., Th.1.11, 7.48; ἀπώλλυντο . . ἀπορίᾳ τοῦ θεραπεύοντος for want of one to attend to them, Id.2.51; ἀ. λόγων Pl.Ap.38d; ἀ. πλοίων shortage of ships, CPHerm.6.10: abs., need, poverty, Th.1.123; ἀ. καὶ πενία And.1.144; opp. εὐπορία, Arist.Pol.1279b27: in pl., D. 19.146.    IV in Dialectic, question for discussion, difficulty, puzzle, ἀπορίᾳ σχόμενος Pl.Prt.321c; ἀ. ἣν ἀπορεῖς ib.324d; ἡ ἀ. ἰσότης ἐναντίων λογισμῶν Arist. Top.145b1, al.; ἔχει ἀπορίαν περί τινος Id.Pol.1285b28; αἱ μὲν οὖν ἀ. τοιαῦταί τινες συμβαίνουσιν Id.EN1146b6; οὐδεμίαν ποιήσει ἀ. Id.Metaph.1085a27; ἀ. λύειν, διαλύειν, Id.MM 1201b1, Metaph.1062b31; ἀπορίᾳ ἀπορίαν λύειν D.S.1.37.

German (Pape)

[Seite 321] ἡ, der Zustand eines ἄπορος, 1) Rathlosigkeit, Verlegenheit, Schwierigkeit, ἐς ἀπορίην πολλὴν ἀπιγμένος Her. 1, 79; vgl. 2, 141; ἀπορίῃσιν ἐνεί. χετο 1, 190; ἐν ἀπορίᾳ ἔχεσθαι 4, 131. 9, 98; Antiph. 5, 65; Plat. Gorg. 522 a; εἰς ἀπορίας ἐμβάλλειν Tim. 91 c; ἐμπίπτειν Theaet. 174 c; παρέχειν Lys. 19, 1. – 2) Mangel, σοφῶν ἀνδρῶν Ar. Ran. 805; τῶν οἰκείων Plat. Rep. III, 405 b; τῶν ἐπιτηδείων Xen. An. 2, 5, 9 u. öfter; Ggstz τὸ ἀργύριον πορίζεσθαι Plat. Men. 78 e; Geldverlegenheit, Dem. 30, 10; καὶ δυσχρηστία Pol. 1, 28. 1 u. öfter. Auch τοῦ μὴ ἡσυχάζειν, Mangel an Ruhe, Thuc. 2, 49. – 3) Bedenklichkeit, Zweifel, ἀπορίαν ἀπορεῖν Plat. Prot. 324 d. Die Frage, Untersuchung, ἡ περὶ σοφίαν ἀπορία καὶ ζήτησις Plat. Epin. 974 c; oft Arist., z. B. top. 6, 6, bes. ἀπορίαν λύειν.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπορία: Ἰων. -ίη, ἡ, (ἄπορος), ἔλλειψις πόρου, δυσχέρεια, ὅθεν Ι. ἐπὶ τόπων, δυσκολία διαβάσεως, τὸ δύσβατον, Ξεν. Ἀν. 5. 6, 10. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, ἀμηχανία, δυσχέρεια, καθ’ ἑνικ. καὶ πληθ., ἐς ἀπορίην ἀπιγμένος Ἡρόδ. 1. 79., 2. 141· ἐν ἀπορίῃ ἢ ἐν ἀπορίῃσι ἔχεσθαι ὁ αὐτ. 9. 98., 4. 131, πρβλ. Ἀντιφῶντα 137. 12· ἀπορίῃσι ἐνείχετο Ἡρόδ. 1. 190· ἀπορίην παρασχεῖν Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 13· ἀπορία τελέθει, μετ’ ἀπαρεμφ., Πινδ. Ν. 7. 154, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 788C· εἰς φρέατα καὶ πᾶσαν ἀπ. ἐμπίπτων Πλάτ. Θεαίτ. 174C: ― μετὰ γεν. πράγμ., κατὰ μὲν τὴν ἀπορίην τοῦ μὴ γιγνώσκειν κτλ. Ἱππ. περὶ Ἱερῆς Νόσου 301· ἀπ. τοῦ μὴ ἡσυχάζειν, τὸ ἀδύνατον τοῦ νὰ μείνῃ τις ἥσυχος, Θουκ. 2. 49· ἀπ. τῆς προσορμίσεως ὁ αὐτ. 4. 10· ἀπ. τοῦ ἀνακαθαίρεσθαι Πλάτ. Νόμ. 678. 2) τὸ νὰ μὴ ἔχῃ προνοήσῃ τις περί τινος πράγματος, νὰ διατελῇ ἄνευ αὐτοῦ, ὁ αὐτ. Μένων 78Ε. ΙΙΙ. ἐπὶ προσώπων, τὸ ἀκοινώνητον ἢ ἀπροσπέλαστον, καταλέγων τῶν Σκυθέων τὴν ἀπορίην (πιθαν. ἐνταῦθα νὰ σημαίνῃ τὴν ἔνδειαν) Ἡρόδ. 4. 83· τοῦ ἀποκτείναντος Ἀντιφῶν 119. 27. 2) ἔλλειψις μέσων ἢ εὐκολιῶν, δυσχέρεια, ἀμηχανία, ἀμφιβολία, δυσκολία, Εὐρ. Ἴων 971, Ἀριστοφ. Βάτρ. 806, Θουκ. 7. 44, 75· συχν. παρὰ Πλάτ. καὶ Ξενοφ.· ἀπ. ἐν τῷ λόγῳ Αἰσχίν. 33. 30· ἀνία, στενοχωρία, ἀνησυχία, ἐν ἀσθενίᾳ, Ἱππ. 1153Β, Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 2. 5. 3) ἀπορία τινὸς, ἔλλειψις προσώπου ἢ πράγματος, σοφῶν ἀνδρῶν Ἀριστοφ. Βάτρ. 806· τροφῆς, χρημάτων κτλ., Θουκ. 1. 11, κτλ.· ἀπώλλυντο… ἀπορίᾳ τοῦ θεραπεύοντος, δι’ ἔλλειψιν ἀνθρώπου ὅστις νὰ περιποιηθῇ αὐτούς, ὁ αὐτ. 2. 51· ἀπορία λόγων Πλάτ. Ἀπολ. 38D· κτλ.: ― ἀπολ., στέρησις, χρεία, ἔνδεια, πενία, Θουκ. 1. 123, 4. 32· ἀπ. καὶ πενία Ἀνδοκ. 18. 42· ἐν ἀντιθ. πρὸς το εὐπορία, Ἀριστ. Πολιτ. 3. 8. 4· κατὰ πληθ., Δημ. 386. 15. IV. ἐν τῇ διαλεκτικῇ, ἀπορία, δυσχέρεια, δυσκολία τις, ἀπορίᾳ ἐχόμενος Πλάτ. Πρωτ. 321C, πρβλ. Ἀριστ. Τοπ. 6. 6, 20, κ. ἀλλ.· ἔχει τι ἀπορίαν περί τινος ὁ αὐτ. Πολιτικ. 3. 15, 14· αἱ μὲν οὐν ἀπορίαι τοιαῦταί τινες συμβαίνουσιν ὁ αὐτ. Ἠθ. Ν. 7. 2, 12· οὐδεμίαν ποιεῖ ἀπ. ὁ αὐτ. Μεταφ. 12. 9, 5, κτλ.· ἀπορίᾳ ἀπορίαν λύειν Διόδ. 1. 37, πρβλ. ἀπόρημα.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
I. difficulté de passer;
II. manque de ressources :
1 manque, privation en gén. : τροφῆς THC manque de nourriture ; ἀπώλλυντο ἀπορίᾳ τοῦ θεραπεύοντος THC ils périssaient faute de qqn pour les soigner;
2 abs. besoin, indigence, pauvreté;
3 embarras, difficulté : ἐς ἀπορίην (ion.) πολλὴν ἀπιγμένος HDT réduit à un extrême embarras ; ἀπορίας ὕπο EUR par suite de l’embarras où l’on est ; ἀπ. τοῦ μὴ ἡσυχάζειν THC impossibilité de rester tranquille.
Étymologie: ἄπορος.

English (Slater)

ᾰπορία
   1 desperation, uselessness ταὐτὰ δὲ τρὶς τετράκι τ' ἀμπολεῖν ἀπορία τελέθει (N. 7.105)

Spanish (DGE)

-ας, ἡ

• Alolema(s): jón. -ίη
I dificultad de pasar οὔτε πεζῇ οὔτε κατὰ θάλατταν ἀ. X.An.5.6.10.
II 1duda, apuro, embarazo ἐς ἀπορίην ... ἀπιγμένος Hdt.1.79, Ἕλληνες ἐν ἀπορίῃ τε εἴχοντο Hdt.9.98, ἀπορίην παρασχεῖν Hp.VM 13, Plu.2.153f, 708a, ταὐτὰ ... ἀμπολεῖν ἀπορία τελέθει Pi.N.7.105, ἀπορίη ξυνὴ τῆς ἑκάστου χαλεπωτέρη Democr.B 287
falta de recursos, pobreza πενία καὶ ἀπορία Critias B 44, cf. And.Myst.144, op. περιουσία Th.1.123, ἀπορίᾳ ἀπορηθήσεται ἡ γῆ LXX Is.24.19, οὐκ ἐν τῇ τυχούσῃ εἰμὶ ἀπορίᾳ PCair.Zen.599.4 (III a.C.)
c. gen. subjet. insuficiencia de medios, pobreza μου PLeit.5.7, 14 (II d.C.)
renuncia op. πόρος y ἐκπορίζειν Pl.Men.78e.
2 en dialéctica aporía, dificultad teórica ἀ. ... ἣν ἀπορεῖς περὶ τῶν ἀνδρῶν τῶν ἀγαθῶν Pl.Prt.324d, ἀπορίᾳ σχόμενος Pl.Prt.321c, ἡ ἀπορία ἰσότης ἐναντίων λογισμῶν Arist.Top.145b1, ἀπορίαι τοιαῦταί τινες συμβαίνουσιν Arist.EN 1146b6, ἀπορίαν ἔχειν Arist.Pol.1281b39, ἀπορίαν ποιεῖν Arist.Metaph.1085a27, ἀπορίαν λύειν, διαλύειν Arist.MM 1201b1, Metaph.1062b31, ἀπορίᾳ τὴν ἀπορίαν λύοντες D.S.1.37, ἀπορία· ἀγνωσία Hsch.
3 ret. aporía figura retórica, Rutil.2.10, Iul.Ruf.40.32, Charis.287, Isid.Etym.2.21.27.
III gener. c. gen. obj.
1 imposibilidad τοῦ μὴ γιγνώσκειν Hp.Morb.Sacr.1.4, τοῦ μὴ ἡσυχάζειν Th.2.49, τοῦ ἀνακαθαίρεσθαι τὰ τοιαῦτα Pl.Lg.678d
imposibilidad de encontrar τῶν Σκυθέων Hdt.4.83, τοῦ ἀποκτείναντος Antipho 2.4.2.
2 ansiedad, angustia πενίας Pl.Lg.709a
miedo ἤχους θαλάσσης Eu.Luc.21.25
mismo sent. en constr. c. prep. o abs., en la enfermedad ἀπορίη ξὺν ὀδύνῃ Hp.Epid.5.42, ὠδύνουσι καὶ ἀπορίας ἐμπίμπλανται Pl.Tht.151a, uulnus, Gloss.3.489, ictus, Gloss.4.482.
3 necesidad c. gen. de pers. σοφῶν ἀνδρῶν Ar.Ra.806, τοῦ θεραπεύσοντος Th.2.51, δούλων Numen.26.7
de cosas τροφῆς Th.1.11, χρημάτων Th.7.48, τῶν ἀναγκαίων Aen.Tact.14.1, πολυτελείας Plu.2.24a, πάντων Porph.Sent.37
escasez γενναίων σοφιστῶν Philostr.VS 511, πλοίων CPHerm.6.10, ἐλαίας καλῆς PCair.Isidor.133.12 (III d.C.).
IV Ἀ. Aporía, indigencia personif. como diosa entre los andrios, Plu.Them.21.

English (Strong)

from the same as ἀπορέω; a (state of) quandary: perplexity.

English (Thayer)

ἀποριας, ἡ (ἀπορέω, which see), the state of one who is ἄπορος, perplexity: Pindar and) Herodotus down; the Sept..)

Greek Monolingual

η (AM ἀπορία, Α κ. ἀπορίη) άπορος
1. έλλειψη διεξόδου, αμηχανία, αδιέξοδο
2. έλλειψη πόρων, πενία
3. δύσκολη θέση
μσν.- νεοελλ.
1. έκπληξη, ξάφνιασμα
2. δυστυχία
αρχ.
1. (για τόπο) δυσκολία διάβασης
2. (για πρόσωπα) δυσκολία επικοινωνίας ή προσπέλασης
3. (για αρρώστια) στενοχώρια, ανησυχία
4. (στη διαλεκτική) θέμα προς συζήτηση, δυσκολία, πρόβλημα.

Greek Monotonic

ἀπορία: Ιων. -ίη, ἡ (ἄ-πορος)·
I. λέγεται για τόπους, δυσκολία προσπελάσεως ή διαβάσεως, σε Ξεν.
II. λέγεται για πράγματα, δυσχέρεια, δυσκολίες, αμηχανία ή έλλειψη πόρων για κάτι· ἐς ἀπορίην ἀπιγμένος, ἀπειλημένος, ἐν ἀπορίῃ ἔχεσθαι ἀπορίῃσιν ἐνέχεσθαι, σε Ηρόδ.· ἀπορία τοῦ μὴ ἡσυχάζειν, αδύνατον να παραμείνει κάποιος ήσυχος, σε Θουκ.
III. 1. λέγεται για πρόσωπα, δυσκολία χαρακτήρα, δυστροπία, δυσχέρεια στην κοινωνική συναναστροφή, τινός, σε Ηρόδ.
2. έλλειψη μέσων, πόρων ή αποθεμάτων, αμηχανία, δυσχέρεια, αμφιβολία, ενδοιασμός, περιπλοκότητα, σε Πλάτ. κ.λπ.
3. ἀπορία τινός, έλλειψη προσώπου ή πράγματος, σε Αριστοφ. κ.λπ.
4. απόλ., πενία, φτώχεια, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπορία: ион. ἀπορίη ἡ
1) непроходимость, трудность перехода (πεζῇ καὶ κατὰ θάλατταν Xen.);
2) недостаток, нехватка, скудость, отсутствие (τροφῆς Thuc.; ἐπιτηδείων Xen.; σοφῶν ἀνδρῶν Arph.): ἀπορίᾳ τινός Thuc. за недостатком чего-л.;
3) нужда, бедность Thuc., Arst.;
4) недород, бесхлебица (ἰσχυρᾶς ἀπορίας γενομένης Plut.);
5) безвыходное положение, стесненные обстоятельства (ἐς ἀπορίην ἀπιγμένος Her.; (ἐν) ἀπορίᾳ ἔχεσθαι Her., Plat.): ἡ ἀ. τοῦ μὴ ἡσυχάζειν Thuc. невозможность отдохнуть;
6) трудность, затруднение, недоумение (ἀπορίαν λύειν или διαλύειν Arst.): ἀπορίαν ἀπορεῖν Plat. быть в недоумении, колебаться; πολλὴν ἀπορίαν παρέχειν τινί Plut. поставить кого-л. в тупик.