ἄτοιχος: Difference between revisions
From LSJ
κρῖναι δὲ λόγῳ πολύδηριν ἔλεγχον ἐξ ἐμέθεν ῥηθέντα → judge by reason the too much contested argument which has been given by me
(3) |
(1b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἄτοιχος:''' -ον, αυτός που δεν έχει τοίχους, σε Ευρ. | |lsmtext='''ἄτοιχος:''' -ον, αυτός που δεν έχει τοίχους, σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἄτοιχος:''' не обнесенный стенами, т. е. открытый (περιβολαὶ σκηνωμάτων Eur.). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:40, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A unwalled, E.Ion1133, D.C.74.4.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans mur, sans clôture.
Étymologie: ἀ, τοῖχος.
Spanish (DGE)
-ον
no murado, sin muro περιβολή E.Io 1133, οἴκημα D.C.74.4.2.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἄτοιχος, -ον)
ο χωρίς τοίχους.
Greek Monotonic
ἄτοιχος: -ον, αυτός που δεν έχει τοίχους, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἄτοιχος: не обнесенный стенами, т. е. открытый (περιβολαὶ σκηνωμάτων Eur.).