δείδεκτο: Difference between revisions
From LSJ
(3) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δείδεκτο:''' γʹ ενικ. υπερσ. του [[δείκνυμι]] ([[σημασία]] II)· — δειδέχᾰται, δειδέχᾰτο, Επικ. γʹ πληθ. παρακ. και υπερσ. | |lsmtext='''δείδεκτο:''' γʹ ενικ. υπερσ. του [[δείκνυμι]] ([[σημασία]] II)· — δειδέχᾰται, δειδέχᾰτο, Επικ. γʹ πληθ. παρακ. και υπερσ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δείδεκτο:''' эп. 3 л. sing. ppf. в знач. impf. med. к [[δείκνυμι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:40, 31 December 2018
English (LSJ)
δειδέχαται, δειδέχατο,
A v. δειδίσκομαι;
Greek (Liddell-Scott)
δείδεκτο: δειδέχαται,δειδέχατο,ἴδε ἐν λ. δείκνυμι.
French (Bailly abrégé)
3ᵉ sg. pqp. Pass., au sens d’un impf., de δείκνυμι.
English (Autenrieth)
see δείκνῦμι.
Spanish (DGE)
v. δειδίσκομαι.
Greek Monotonic
δείδεκτο: γʹ ενικ. υπερσ. του δείκνυμι (σημασία II)· — δειδέχᾰται, δειδέχᾰτο, Επικ. γʹ πληθ. παρακ. και υπερσ.
Russian (Dvoretsky)
δείδεκτο: эп. 3 л. sing. ppf. в знач. impf. med. к δείκνυμι.