ἐκβοηθέω: Difference between revisions
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
(4) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐκβοηθέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[ορμώ]], [[σπεύδω]] προς [[βοήθεια]], σε Ηρόδ.· [[πραγματοποιώ]] [[έξοδο]], σε Θουκ. | |lsmtext='''ἐκβοηθέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[ορμώ]], [[σπεύδω]] προς [[βοήθεια]], σε Ηρόδ.· [[πραγματοποιώ]] [[έξοδο]], σε Θουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐκβοηθέω:''' <b class="num">1)</b> устремляться на выручку, спешить на помощь Her., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> совершать вылазку (ἐκ τῶν Μεγάρων Thuc.). | |||
}} | }} |
Revision as of 19:24, 31 December 2018
English (LSJ)
A march out to aid, πανδημεί Hdt.6.16 ; ἐς τὸν Ἰσθμόν Id.9.26: abs., Polyaen.1.1.3, Plu.2.773f; make a sally, Th.1.105, Thphr. Char.25.3.
German (Pape)
[Seite 754] ausrücken, um Beistand zu leisten; εἰς τὸν ἰσθμόν Her. 9, 26; einen Ausfall machen, von Belagerten, Thuc. 1, 105 u. A.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκβοηθέω: ἐξορμῶ ὅπως βοηθήσω τινὰ, ἐξεβοήθεον πανδημεὶ Ἡρόδ. 6, 16· ἐς τὸν Ἰσθμὸν ὁ αὐτ. 9. 26· κάμνω ἔξοδον, Θουκ. 1. 105.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 partir pour porter secours;
2 faire une sortie.
Étymologie: ἐκ, βοηθέω.
Spanish (DGE)
milit. partir o acudir en auxilio, en defensa gener. para hacer frente a un ataque enemigo ἐξεβοήθεον πανδημεὶ καὶ ἀπέκτειναν τοὺς Χίους Hdt.6.16, ἐς τὸν Ἰσθμόν Hdt.9.26, ἐκ τῶν Μεγάρων Th.1.105, ἐξεβοήθει καὶ αὐτὸς πρὸς τὰ ὅρια σὺν τοῖς περὶ αὐτόν acudió personalmente a defender las fronteras junto con su guardia personal X.Cyr.1.4.18, ἐξεβοήθει τήνδ' ἔχων τὴν ἀσπίδα Men.Asp.107, πάνυ γενναίως καὶ προθύμως Plb.1.30.11, ὡς εἶχε τάχους D.H.2.43, ἡ τροπὴ τῶν ἐκβοηθησάντων la puesta en fuga de las tropas de socorro Str.8.3.28, cf. X.HG 1.4.22, Aen.Tact.15.4, Thphr.Char.25.3, D.S.15.14.4, I.BI 3.487, Polyaen.1.1.3, Plu.Crass.11, Paus.1.28.9, raro no milit. νεανίσκων πολλῶν ἐκβοηθούντων Plu.2.773f.
Greek Monotonic
ἐκβοηθέω: μέλ. -ήσω, ορμώ, σπεύδω προς βοήθεια, σε Ηρόδ.· πραγματοποιώ έξοδο, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἐκβοηθέω: 1) устремляться на выручку, спешить на помощь Her., Plut.;
2) совершать вылазку (ἐκ τῶν Μεγάρων Thuc.).