Ἑλλήνιος: Difference between revisions

From LSJ

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92
(4)
(2)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''Ἑλλήνιος:''' -α, -ον,<br /><b class="num">I.</b> = το προηγ., σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> <i>Ἑλλήνιον</i>, <i>τό</i>, ο [[ναός]] των Ελλήνων στην Αίγυπτο, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> <i>Ἑλλανία</i>, ἡ = [[Ἑλλάς]], σε Ευρ.
|lsmtext='''Ἑλλήνιος:''' -α, -ον,<br /><b class="num">I.</b> = το προηγ., σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> <i>Ἑλλήνιον</i>, <i>τό</i>, ο [[ναός]] των Ελλήνων στην Αίγυπτο, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> <i>Ἑλλανία</i>, ἡ = [[Ἑλλάς]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''Ἑλλήνιος:''' греческий, эллинский Pind., Her., Arph., Arst.
}}
}}

Revision as of 19:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ἑλλήνιος Medium diacritics: Ἑλλήνιος Low diacritics: Ελλήνιος Capitals: ΕΛΛΗΝΙΟΣ
Transliteration A: Hellḗnios Transliteration B: Hellēnios Transliteration C: Ellinios Beta Code: *(ellh/nios

English (LSJ)

Dor. Ἑλλάνιος [ᾱ] (also in Ar.Eq.1253), α, ον,= foreg., Ζεὺς Ἑ., Ἀθανᾶ Ἑ., Rhetra ap.Plu.Lyc.6 (Συλλ- codd.); Ζεὺς Ἑ. Hdt.9.7.ά, cf.Pi.N.5.10, IG12(5).910 (Tenos), etc.; Ἀθηνᾶ Ἑ. E.Hipp.1121 (lyr.); θεοὶ οἱ Ἑ. Hdt.5.49,92.ή, Luc.Herc.2 codd., Hld.2.23.    II Ἑλλήνιον, τό, Greek factory (with temples of Θεοὶ Ἑλλήνιοι) at Naucratis, Hdt.2.178; also of buildings at Arsinoe and Memphis, BGU133.6 (ii A.D.), Wilcken Chr.221 (iii B.C.).    III Ἑλλανία, ἡ,= Ἑλλάς, E.Hel. 1147 (lyr.), etc.

Greek (Liddell-Scott)

Ἑλλήνιος: -α, -ον, = τῷ προηγ., Ζεὺς Ἑλλ. Ἡρόδ. 9. 7, 1 (ἐν χρήσει παρ’ Ἀττ. ἐν τῷ Δωρ. τύπῳ, Ἑλλάνιε Ζεῦ Ἀριστοφ. Ἱππ. 1253)· θεοὶ οἱ Ἑλλ. Ἡρόδ. 5. 49., 92, 7. ΙΙ. Ἑλλήνιον, τό, ὁ ναὸς τῶν Ἑλλήνων ἐν Αἰγύπτῳ, ὁ αὐτ. 2. 178. ΙΙΙ. Ἑλλανία, ἡ, = Ἑλλάς, Εὐρ. Ἑλ. 1147, κτλ.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
I. propre aux Grecs, d’origine hellénique;
II. subst. :
1 τὸ Ἑλλήνιον le sanctuaire des Hellènes, en Égypte;
2 ἡ Ἑλλανία dor. la Grèce.
Étymologie: Ἕλλην.

Spanish (DGE)

-α, -ον

• Alolema(s): dór. Ἑλλάνιος Pi.N.5.10, E.Hel.230, Thphr.Sign.24; -ήνειος Aristid.Or.20.23

• Grafía: graf. hελλ- IG 42.1056 (Egina V a.C.)
I griego, heleno
a) esp. de divinidades como epít. cultual: de Zeus παρ' βωμὸν πατέρος Ἑλλανίου Pi.l.c., cf. Fr.52f.125, Hdt.9.7α, Ar.Eq.1253, IG l.c., 12(5).910B (Tenos IV a.C.), SIG 428 (Siracusa III a.C.), ἐπὶ τοῦ Διὸς τοῦ Ἑλλανίου Thphr.l.c., I.AI 12.261, 263, en plu. de divinidades comunes a los griegos πρὸς θεῶν τῶν Ἑλληνίων ῥύσασθε Ἴωνας ἐκ δουλοσύνης Hdt.5.49, θεοὶ βασίλειοί τε καὶ Ἑλλήνειοι Aristid.l.c., cf. Plu.Arist.18, Luc.Herc.2, Ael.VH 6.1, σπένδωμεν, ἔλεγε, θεοῖς ἐγχωρίοις τε καὶ Ἑλληνίοις Hld.2.23.1, cf. 5.4.6, Lib.Decl.13.18, Ep.469.4, tb. de emperadores filohelenos θεὸς Ἁδριανὸς Ἑ. IG 22.3386.3 (II d.C.);
b) del territorio γαῖα E.Io 796, τὶς ἑλλανίας ἀπὸ χθονός E.l.c.;
c) de pers. ναύτης Nonn.D.1.125, τέκνον Nonn.Par.Eu.Io.7.35, στρατός AP 2.54 (Christod.).
II subst.
1 ἡ Ἑλλανία Grecia κἆιτ' ἰαχήθης καθ' Ἑλλανίαν προδότις y luego fuiste llamada por toda Grecia traidora E.Hel.1147, τίν' οὐκ ἀφ' Ἑλλανίας ἄγορον ἁλίσας φίλων E.HF 411, cf. Hipp.1121.
2 τὸ Ἑλλήνιον Helenio recinto sagrado y emporio de varias ciu. dorias y eolias en Náucratis τὸ μέν νυν μέγιστον αὐτῶν τέμενος καὶ ὀνομαστότατον ... καλεύμενον δὲ Ἑ. Hdt.2.178, ἀγγράψαι ... ἐν Αἰγύπτῳ ἐν τῷ Ἑλλανίῳ SEG 32.1586.17 (Náucratis V a.C.)
tb. n. de varios recintos y barrios dentro de ciu., en Esparta, Paus.3.12.6, 7, en Arsínoe ἄμφοδον BGU 133.6 (II d.C.), en Menfis UPZ 116.5 (III a.C.).

Greek Monotonic

Ἑλλήνιος: -α, -ον,
I. = το προηγ., σε Ηρόδ. κ.λπ.
II. Ἑλλήνιον, τό, ο ναός των Ελλήνων στην Αίγυπτο, στον ίδ.
II. Ἑλλανία, ἡ = Ἑλλάς, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

Ἑλλήνιος: греческий, эллинский Pind., Her., Arph., Arst.