3,273,730
edits
(4) |
(2) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐξελέγχω:'''<b class="num">I. 1.</b> μέλ. <i>-ξω</i>, [[καταδικάζω]], [[ανασκευάζω]], [[αντικρούω]], [[αποκρούω]], [[ανατρέπω]] με [[επιχείρημα]], σε Σοφ., Αριστοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> με [[διπλή]] αιτ. προσ. και πράγμ., [[κατηγορώ]] κάποιον για [[κάτι]], σε Πλάτ. — Παθ., είμαι τόσο [[ένοχος]] για, σε Δημ.<br /><b class="num">3.</b> με κατηγορ. μτχ., [[κατηγορώ]] κάποιον ότι είναι..., σε Πλάτ. — Παθ., [[κἀξελέγχεται]] [[κάκιστος]] ὤν, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> [[ερευνώ]], [[εξετάζω]] επιμελώς, κάνω [[κάτι]] φανερό, [[αποδεικνύω]], σε Αισχύλ. — Παθ., [[ἦσαν]] ἐξεληλεγμένοι, οι διαθέσεις όλων ήταν [[καλά]] εξακριβωμένες, σε Δημ.· <i>ἐξηλέγχθη ἐς τὸ ἀληθές</i>, αποδείχτηκε πλήρως ότι ήταν [[αλήθεια]], σε Θουκ. | |lsmtext='''ἐξελέγχω:'''<b class="num">I. 1.</b> μέλ. <i>-ξω</i>, [[καταδικάζω]], [[ανασκευάζω]], [[αντικρούω]], [[αποκρούω]], [[ανατρέπω]] με [[επιχείρημα]], σε Σοφ., Αριστοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> με [[διπλή]] αιτ. προσ. και πράγμ., [[κατηγορώ]] κάποιον για [[κάτι]], σε Πλάτ. — Παθ., είμαι τόσο [[ένοχος]] για, σε Δημ.<br /><b class="num">3.</b> με κατηγορ. μτχ., [[κατηγορώ]] κάποιον ότι είναι..., σε Πλάτ. — Παθ., [[κἀξελέγχεται]] [[κάκιστος]] ὤν, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> [[ερευνώ]], [[εξετάζω]] επιμελώς, κάνω [[κάτι]] φανερό, [[αποδεικνύω]], σε Αισχύλ. — Παθ., [[ἦσαν]] ἐξεληλεγμένοι, οι διαθέσεις όλων ήταν [[καλά]] εξακριβωμένες, σε Δημ.· <i>ἐξηλέγχθη ἐς τὸ ἀληθές</i>, αποδείχτηκε πλήρως ότι ήταν [[αλήθεια]], σε Θουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐξελέγχω:''' (pf. pass. [[ἐξελήλεγμαι]] и ἐξήλεγμαι)<br /><b class="num">1)</b> исследовать, проверять, испытывать (χαλκὸν μυρίον Pind.; τύχην Polyb.);<br /><b class="num">2)</b> устанавливать, доказывать, выяснять (ἀλάθειαν [[ἐτήτυμον]] Pind.): ἐξηλέγχθη ἐς τὸ [[ἀληθές]] Thuc. это обнаруживалось в истинном виде;<br /><b class="num">3)</b> оспаривать, опровергать (τινά τι Plat.; ἐξελέγχεσθαι ἔργῳ Plat., Arst. и ὑπὸ τῶν ἔργων Arst.);<br /><b class="num">4)</b> (из)обличать (τινὰ ποιοῦντα или [[ὄντα]] τι Plat., Dem., Plut.): ἐπ᾽ αἰσχραῖς αἰτίαις ἐξεληλεγμένοι Lys. уличенные в позорных преступлениях; οὐ δὴ τοῦτό γ᾽ ἐξελέγχομαι Eur. в этом обвинить меня нельзя. | |||
}} | }} |