ἐπιτύφομαι: Difference between revisions
Κάλλιστον ἐν κήποισι φύεται ῥόδον → Pulchrius in hortis gignitur nihil rosa → Die Rose ist das Schönste, was im Garten wächst
(4) |
(2) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπιτύφομαι:''' [ῡ], Παθ., φλογίζομαι, διεγείρομαι, καίγομαι· <i>ἐπιτεθυμμένος</i>, [[έξαλλος]], μαινόμενος, σε Πλάτ. | |lsmtext='''ἐπιτύφομαι:''' [ῡ], Παθ., φλογίζομαι, διεγείρομαι, καίγομαι· <i>ἐπιτεθυμμένος</i>, [[έξαλλος]], μαινόμενος, σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπιτύφομαι:''' (ῡ) воспламеняться, загораться: ἐ. τινος Arph. воспламениться любовью к кому-л.; ἐπιτεθυμ(μ)ένος Plat. распаленный яростью, злобный. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:40, 31 December 2018
English (LSJ)
[ῡ], Pass., aor. 2 -ετύφην [ῠ] Ar.Lys.221:—
A to be burnt up, esp. by lightning, Philostr. VS1.21.2, cf. Im.2.29 : metaph., to be inflamed by love, τινος for one, Ar.l.c.; ἐπιτεθυμμένος furious, Pl. Phdr.230a.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιτύφομαι: ῡ: Παθ., κατακαίομαι, Φιλόστρ. 516, 854· - μεταφ., καταφλέγομαι ὑπὸ ἔρωτος, ὅπως ἂν ἀνὴρ ἐπιτυφῇ μάλιστά μου, δηλ. ἐπικαυθῇ ἐπ’ ἐμοί, ἐπικαῇ, ἐκπυρωθῇ, Ἀριστοφ. Λυσ. 221· θηρίον... Τυφῶνος... μᾶλλον ἐπιτεθυμμένον, μαινόμενον, Πλάτ. Φαῖδρ. 230Α (ἄλλοτε ἐγράφετο ἐπιτεθυμένον)· τὸ ἐνεργ. παρ’ Ἡσύχ. «ἐπιτύφω· ἐπαπολύω. Συρακούσιοι».
Greek Monolingual
ἐπιτύφομαι (Α)
1. ανάβω, κατακαίομαι («ἐπιτεθυμένοι καὶ μέλανες», Σοφ.)
2. παθ. μτφ. καίγομαι από έρωτα («ὅπως ἂν ἁνὴρ ἐπιτυφῇ μάλιστά μου», Αριστοφ.)
3. γεν. μαίνομαι («εἴτε τι θηρίον τυγχάνω Τυφῶνος πολυπλοκώτερον καὶ μᾱλλον ἐπιτεθυμμένον», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τύφω «καπνίζω, κατακαίω»].
Greek Monotonic
ἐπιτύφομαι: [ῡ], Παθ., φλογίζομαι, διεγείρομαι, καίγομαι· ἐπιτεθυμμένος, έξαλλος, μαινόμενος, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιτύφομαι: (ῡ) воспламеняться, загораться: ἐ. τινος Arph. воспламениться любовью к кому-л.; ἐπιτεθυμ(μ)ένος Plat. распаленный яростью, злобный.