ἑρμογλυφεύς: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
(4) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἑρμογλῠφεύς:''' -έως, ὁ, [[γλύπτης]] των Ερμών· γενικά, [[γλύπτης]], [[αγαλματοποιός]], σε Λουκ. | |lsmtext='''ἑρμογλῠφεύς:''' -έως, ὁ, [[γλύπτης]] των Ερμών· γενικά, [[γλύπτης]], [[αγαλματοποιός]], σε Λουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἑρμογλῠφεύς:''' έως ὁ ваятель герм, скульптор Luc. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:44, 31 December 2018
English (LSJ)
εως, ὁ,
A carver of Hermae : generally, statuary, Luc.Somn.2, Plu.2.580e.
German (Pape)
[Seite 1033] ὁ, Hermenschnitzer, übh. Bildhauer, Luc. somn. 2.
Greek (Liddell-Scott)
ἑρμογλῠφεύς: έως, ὁ, γλύπτης Ἑρμῶν· καθόλου, γλύπτης, ἀγαλματοποιός, συναρμοστὴν καὶ ἑρμογλυφέα Λουκ. Ἐνυπν. 2. Πλούτ. 2. 580Ε, πρβλ. Θωμᾶν Μάγιστ. 365, καὶ ἴδε τὴν λ. ἑρμογλύφος.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
sculpteur d’hermès ; statuaire en gén.
Étymologie: Ἑρμῆς, γλύφω.
Greek Monolingual
ἑρμογλυφεύς, ὁ (AM) γλυφεύς
ο ερμογλύψος.
Greek Monotonic
ἑρμογλῠφεύς: -έως, ὁ, γλύπτης των Ερμών· γενικά, γλύπτης, αγαλματοποιός, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἑρμογλῠφεύς: έως ὁ ваятель герм, скульптор Luc.