εὔμυκος: Difference between revisions
Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)
(4) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εὔμῡκος:''' -ον ([[μυκάομαι]]), αυτός που βρυχάται, μουγκρίζει, μουγκανίζει [[δυνατά]], σε Ανθ. | |lsmtext='''εὔμῡκος:''' -ον ([[μυκάομαι]]), αυτός που βρυχάται, μουγκρίζει, μουγκανίζει [[δυνατά]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὔμῡκος:''' громко ревущий (βουκόλια Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 21:16, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A loud-bellowing, AP6.255 (Eryc., dub. l.); βουκόλια ib.9.104 (Alph.).
German (Pape)
[Seite 1081] laut brüllend, βουκόλια Alph. 9 (IX, 104); κλισίη, Eryci. 3 (VI, 255); ἠϊόνες probl. arithm. 15 (XIV, 121).
Greek (Liddell-Scott)
εὔμῡκος: -ον, ἠχηρῶς μυκώμενος, Ἀνθ. Π. 6. 255., 9. 104.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui mugit fortement.
Étymologie: εὖ, μυκάομαι.
Greek Monolingual
εὔμυκος, -ον (Α)
αυτός που μυκάται, που μουγκρίζει δυνατά («εὐμήκων αὔλια βουκολίων», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -μυκος (< μυκώμαι «μουγκρίζω»), πρβλ. ερί-μυχος, μεγά-μυκος].
Greek Monotonic
εὔμῡκος: -ον (μυκάομαι), αυτός που βρυχάται, μουγκρίζει, μουγκανίζει δυνατά, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
εὔμῡκος: громко ревущий (βουκόλια Anth.).