εὔπειστος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them

Source
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὔπειστος:''' -ον (πείθομαι), αυτός που εύκολα πείθεται, [[ευκολόπιστος]], σε Αριστ.
|lsmtext='''εὔπειστος:''' -ον (πείθομαι), αυτός που εύκολα πείθεται, [[ευκολόπιστος]], σε Αριστ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὔπειστος:''' Arst. = [[εὐπειθής]] 4.
}}
}}

Revision as of 08:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔπειστος Medium diacritics: εὔπειστος Low diacritics: εύπειστος Capitals: ΕΥΠΕΙΣΤΟΣ
Transliteration A: eúpeistos Transliteration B: eupeistos Transliteration C: eypeistos Beta Code: eu)/peistos

English (LSJ)

ον, (πείθομαι) of persons,

   A easily persuaded, Arist.EN 1151b10.    2 easy to demonstrate, Id.LI969b22; easy to convince people of, S.Aj.151 (anap., v. l. εὔπιστ-).

German (Pape)

[Seite 1087] leicht zu überreden, gehorsam, folgsam, Arist. Eth. 7, 10. Bei Xen. Cyr. 1, 2, 12 u. Hipparch. 9, 3 wird jetzt εὔπιστος geschrieben, u. so ist auch Soph. Ai. 151 zu lesen, wo Herm. u. Lob. εὔπειστος vorziehen, was dann von Sachen gesagt wäre.

Greek (Liddell-Scott)

εὔπειστος: -ον, (πείθομαι) ἐπὶ προσώπων, εὐκόλως πειθόμενος, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 9, 2: πρβλ. εὔπιστος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au sujet de quoi il est facile de persuader.
Étymologie: εὖ, πείθω.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α εὔπειστος, -ον και για πρόσωπα εὔπιστος, -ον)
αυτός που πείθεται εύκολα, ευκολόπιστος
αρχ.
1. (για πράγματα) αυτός που πείθει ή πιστεύεται εύκολα, ο πιθανός
2. αυτός που αποδεικνύεται εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -πειστος (< πείθω), πρβλ. αμετάπειστος, δύσ-πειστος].

Greek Monotonic

εὔπειστος: -ον (πείθομαι), αυτός που εύκολα πείθεται, ευκολόπιστος, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

εὔπειστος: Arst. = εὐπειθής 4.