ἤπειρος: Difference between revisions

2b
(4)
(2b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἤπειρος:''' Δωρ. ἄπ-[ᾱ], ἡ, Λατ. [[terra]]-firma,<br /><b class="num">I.</b> η [[στεριά]], αντίθ. προς τη [[θάλασσα]], σε Όμηρ., Ησίοδ. κ.λπ.· <i>κατ' ἤπειρον</i>, μέσω στεριάς, σε Ηρόδ.· <i>μήτ' ἐν θαλάττῃ μήτ' ἐν ἠπείρῳ</i>, σε Αριστοφ.· απ' όπου στην Ομήρ. Οδ. ένα [[νησί]] αποκαλείται [[ἤπειρος]].<br /><b class="num">II.</b> ο [[ηπειρωτικός]] [[κορμός]] της Δυτικής Ελλάδας, αντίθ. προς την Ιθάκη και τα γειτονικά νησιά ([[έπειτα]] ονομάστηκε <i>Ἤπειρος</i>, σαν κύριο όνομα), σε Ομήρ. Οδ.· [[έπειτα]], γενικά, [[ξηρά]], σε [[αντίθεση]] προς τα νησιά, σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">III.</b> [[κατόπιν]], η [[μεγάλη]], εκτεταμένη [[ξηρά]]· η Ασία ειδικά αποκαλούνταν Ήπειρος, σε Ηρόδ. κ.λπ.· επίσης, η [[Ευρώπη]], σε Αισχύλ.· απ' όπου ο Σοφ. μιλάει για <i>δισσὰς ἠπείρους</i>, δηλ. για την [[Ευρώπη]] και την Ασία (αμφίβ. προέλ.).
|lsmtext='''ἤπειρος:''' Δωρ. ἄπ-[ᾱ], ἡ, Λατ. [[terra]]-firma,<br /><b class="num">I.</b> η [[στεριά]], αντίθ. προς τη [[θάλασσα]], σε Όμηρ., Ησίοδ. κ.λπ.· <i>κατ' ἤπειρον</i>, μέσω στεριάς, σε Ηρόδ.· <i>μήτ' ἐν θαλάττῃ μήτ' ἐν ἠπείρῳ</i>, σε Αριστοφ.· απ' όπου στην Ομήρ. Οδ. ένα [[νησί]] αποκαλείται [[ἤπειρος]].<br /><b class="num">II.</b> ο [[ηπειρωτικός]] [[κορμός]] της Δυτικής Ελλάδας, αντίθ. προς την Ιθάκη και τα γειτονικά νησιά ([[έπειτα]] ονομάστηκε <i>Ἤπειρος</i>, σαν κύριο όνομα), σε Ομήρ. Οδ.· [[έπειτα]], γενικά, [[ξηρά]], σε [[αντίθεση]] προς τα νησιά, σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">III.</b> [[κατόπιν]], η [[μεγάλη]], εκτεταμένη [[ξηρά]]· η Ασία ειδικά αποκαλούνταν Ήπειρος, σε Ηρόδ. κ.λπ.· επίσης, η [[Ευρώπη]], σε Αισχύλ.· απ' όπου ο Σοφ. μιλάει για <i>δισσὰς ἠπείρους</i>, δηλ. για την [[Ευρώπη]] και την Ασία (αμφίβ. προέλ.).
}}
{{elru
|elrutext='''ἤπειρος:''' дор. [[ἄπειρος]] (ᾱ) ἡ<br /><b class="num">1)</b> суша, земля (ἐκ πόντου [[βῆναι]] [[ἤπειρόνδε]] Hom.; ἤ. καὶ [[θάλαττα]] Arst.): [[νῆα]] ἐπ᾽ ἠπείροιο ἔρυσσαν Hom. (ахейцы) вытащили судно на землю;<br /><b class="num">2)</b> материк, континент: οἵ τε ἐν τῇ ἠπείρῳ παραθαλάσσιοι Thuc. (и) те, которые жили на материке вблизи моря; δισσαὶ ἄπειροι или τὼ δύ᾽ ἠπείρω Soph., ἤπειροι δίδυμαι или ἀμφότεραι Anth. оба материка, т. е. Европа и Азия.
}}
}}