ἡρωϊκός: Difference between revisions
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
(4) |
(2b) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἡρωϊκός:''' -ή, -όν ([[ἥρως]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που αναφέρεται στον ήρωα, ο [[σχετικός]] με τον ήρωα, ο ηρωϊκός, σε Πλάτ. κ.λπ.·<br /><b class="num">II.</b> στη [[μετρική]], ἡρωϊκὸς [[στίχος]], ο [[ηρωικός]] [[στίχος]], [[δακτυλικός]] [[εξάμετρος]], στον ίδ. | |lsmtext='''ἡρωϊκός:''' -ή, -όν ([[ἥρως]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που αναφέρεται στον ήρωα, ο [[σχετικός]] με τον ήρωα, ο ηρωϊκός, σε Πλάτ. κ.λπ.·<br /><b class="num">II.</b> στη [[μετρική]], ἡρωϊκὸς [[στίχος]], ο [[ηρωικός]] [[στίχος]], [[δακτυλικός]] [[εξάμετρος]], στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἡρωϊκός:''' <b class="num">1)</b> героический ([[φῦλον]] Plat.; [[ἀρετή]] Arst.; [[τάξις]] Dem.): κατὰ и περὶ τοὺς ἡρωϊκοὺς χρόνους Arst. в героические времена;<br /><b class="num">2)</b> воздвигнутый герою ([[ἄγαλμα]] Plut.);<br /><b class="num">3)</b> стих. героический, т. е. гексаметрический, ([[στίχος]] Plat.; [[μέτρον]] Arst.). | |||
}} | }} |
Revision as of 21:40, 31 December 2018
German (Pape)
[Seite 1176] heroisch, einem Heros eigen, ihn betreffend; φῦλον Plat. Crat. 398 e; εἰς τὴν ἡρωϊκὴν ἐπανῆκται τάξιν, unter die Zahl der Heroen versetzt, Dem. 60, 9, im Ggstz gegen die geschichtliche Zeit; ἀρετή Arist. Eth. 7, 1; Sp. – Bes. μέτρον, heroisches Versmaß, Hexameter, Arist. poet. 24; στίχες Plat. Legg. XII, 958 e. – Adv., ἡρωϊκῶς τελευτῆσαι, wie ein Held sterben, D. Sic. 2, 45.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
héroïque, de héros.
Étymologie: ἥρως.
Greek Monotonic
ἡρωϊκός: -ή, -όν (ἥρως),
I. αυτός που αναφέρεται στον ήρωα, ο σχετικός με τον ήρωα, ο ηρωϊκός, σε Πλάτ. κ.λπ.·
II. στη μετρική, ἡρωϊκὸς στίχος, ο ηρωικός στίχος, δακτυλικός εξάμετρος, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἡρωϊκός: 1) героический (φῦλον Plat.; ἀρετή Arst.; τάξις Dem.): κατὰ и περὶ τοὺς ἡρωϊκοὺς χρόνους Arst. в героические времена;
2) воздвигнутый герою (ἄγαλμα Plut.);
3) стих. героический, т. е. гексаметрический, (στίχος Plat.; μέτρον Arst.).