καλαμοστεφής: Difference between revisions
From LSJ
τὸ γὰρ βραχύ τι τοῦτο πᾶσαν ὑμῶν ἔχει τὴν βεβαίωσιν καὶ πεῖραν τῆς γνώμης → this trifle contains the whole seal and trial of your resolution
(5) |
(2b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κᾰλᾰμοστεφής:''' -ές ([[στέφω]]), καλυμμένος από [[καλάμι]], σε Βατραχομ. | |lsmtext='''κᾰλᾰμοστεφής:''' -ές ([[στέφω]]), καλυμμένος από [[καλάμι]], σε Βατραχομ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κᾰλᾰμοστεφής:''' увенчанный или покрытый тростником (βύρσαι Batr.). | |||
}} | }} |
Revision as of 08:06, 31 December 2018
English (LSJ)
ές,
A covered with reed, βύρσαι Batr.127.
German (Pape)
[Seite 1307] ές, mit Rohr bekränzt, bedeckt, Batrach. 127.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
couronné ou couvert de roseaux.
Étymologie: κάλαμος, στέφω.
Greek Monolingual
καλαμοστεφής, -ές (Α)
καλαμοστεφανωμένος, αυτός που έχει στεφθεί ή έχει καλυφθεί με καλάμια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος + -στεφής (< στέφος, τὸ < στέφω), πρβλ. ιχθυ-στεφής, ροδο-στεφής].
Greek Monotonic
κᾰλᾰμοστεφής: -ές (στέφω), καλυμμένος από καλάμι, σε Βατραχομ.
Russian (Dvoretsky)
κᾰλᾰμοστεφής: увенчанный или покрытый тростником (βύρσαι Batr.).