καταδοξάζω: Difference between revisions

From LSJ

οὕτως καὶ ἡ πίστις, ἐὰν μὴ ἔχῃ ἔργα, νεκρά ἐστιν καθ' ἑαυτήν → so even the Faith, if it does not have deeds, and is on its own, is dead | the Faith without works is dead

Source
(5)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταδοξάζω:''' μέλ. —άσω = [[καταδοκέω]], σε Ξεν.
|lsmtext='''καταδοξάζω:''' μέλ. —άσω = [[καταδοκέω]], σε Ξεν.
}}
{{elnl
|elnltext=κατα-δοξάζω tot een tegengestelde conclusie komen, met acc. en inf.
}}
}}

Revision as of 10:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταδοξάζω Medium diacritics: καταδοξάζω Low diacritics: καταδοξάζω Capitals: ΚΑΤΑΔΟΞΑΖΩ
Transliteration A: katadoxázō Transliteration B: katadoxazō Transliteration C: katadoksazo Beta Code: katadoca/zw

English (LSJ)

   A = καταδοκέω, X.An.7.7.30, D.S.32.10:—Pass., ibid.    2 form a wrong opinion, Epicur.Nat.2.9, Herc.1413.4; ὑπέρ τινος D.H.6.10.

German (Pape)

[Seite 1347] gegen Einen meinen, eine ungünstige Meinung haben, Argwohn oder Mißtrauen hegen, mit acc. c. inf., Xen. An. 7, 7, 30; D. Hal. 6, 10 u. a Sp. auch = simplex, wie Suid. erkl., ἀπεικάζω, νομίζω.

Greek (Liddell-Scott)

καταδοξάζω: μέλλ. -άσω, = καταδοκέω, Ξεν. Ἀν. 7. 7, 30, Διοδ. Ἐκλογ. 520. 25· καὶ ἐν τῷ Παθ., αὐτόθι 39. 2) σχηματίζω ἐσφαλμένην γνώμην περί τινος, ὑπέρ τινος Διον. Ἁλ. 6. 10· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., αὐτόθι 29.

French (Bailly abrégé)

c. καταδοκέω.

Greek Monolingual

καταδοξάζω (Α)
1. καταδοκώ
2. σχηματίζω εσφαλμένη γνώμη για κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + δοξάζω «νομίζω» (< δόξα «γνώμη»)].

Greek Monotonic

καταδοξάζω: μέλ. —άσω = καταδοκέω, σε Ξεν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-δοξάζω tot een tegengestelde conclusie komen, met acc. en inf.