κνησμονή: Difference between revisions
From LSJ
Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand
(5) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κνησμονή:''' ἡ = [[κνησμός]], <i>ὁ</i>, σε Ανθ. | |lsmtext='''κνησμονή:''' ἡ = [[κνησμός]], <i>ὁ</i>, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κνησμονή:''' ἡ Anth. = [[κνησμός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:48, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ, = sq., Archig. ap. Aët.3.167, Orib.Fr.116, App.Anth.3.158 (pl.), Gp.1.12.34.
German (Pape)
[Seite 1460] ἡ, = κνησμός, Ep. ad. 445 (App. 304) u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κνησμονή: ἡ, = κνησμός, ὁ Ἀνθ. Π. παράρτ. 304, Γεωπ. 1. 12. 34.
Greek Monolingual
η (AM κνησμονή)
ο κνησμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του κνῆσμα (πρβλ. πημονή: πῆμα, φλεγμονή: φλέγμα)].
Greek Monotonic
κνησμονή: ἡ = κνησμός, ὁ, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
κνησμονή: ἡ Anth. = κνησμός.