κοσμητός: Difference between revisions

From LSJ

μὴ τὴν ὄψιν καλλωπίζου, ἀλλ' ἐν τοῖς ἐπιτηδεύμασιν ἴσθι καλός → Don't beautify your face, but be beautiful in your habits (Thales, in Diog. Laertius 1.37)

Source
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κοσμητός:''' -ή, -όν ([[κοσμέω]]), επιμελημένος, [[καλά]] τακτοποιημένος, σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''κοσμητός:''' -ή, -όν ([[κοσμέω]]), επιμελημένος, [[καλά]] τακτοποιημένος, σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''κοσμητός:''' приведенный в порядок, красиво устроенный (πρασιαί Hom.).
}}
}}

Revision as of 06:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοσμητός Medium diacritics: κοσμητός Low diacritics: κοσμητός Capitals: ΚΟΣΜΗΤΟΣ
Transliteration A: kosmētós Transliteration B: kosmētos Transliteration C: kosmitos Beta Code: kosmhto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A well-ordered, trim, πρασιαί Od.7.127.

Greek (Liddell-Scott)

κοσμητός: -ή, -όν, καλῶς τεταγμένος, ἐπιμεμελημένος, πρασιαὶ Ὀδ. Η. 127.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
mis en ordre, bien rangé.
Étymologie: κοσμέω.

English (Autenrieth)

well laid out, Od. 7.127†.

Greek Monolingual

κοσμητός, -ή, -όν (Α) κοσμώ
καλά διατεταγμένος, επιμελημένος («κοσμηταὶ πρασιαὶ παρὰ νείατον ὄρχον... πεφύασιν», Ομ. Οδ.).

Greek Monotonic

κοσμητός: -ή, -όν (κοσμέω), επιμελημένος, καλά τακτοποιημένος, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

κοσμητός: приведенный в порядок, красиво устроенный (πρασιαί Hom.).