κίναιδος: Difference between revisions
ἡ Νέμεσις προλέγει τῷ πήχεϊ τῷ τε χαλινῷ μήτ' ἄμετρόν τι ποιεῖν μήτ' ἀχάλινα λέγειν → Nemesis warns us by her cubit-rule and bridle neither to do anything without measure nor to be unbridled in our speech
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κίναιδος:''' [ῐ], ὁ, Λατ. [[cinaedus]], [[λάγνος]], [[ασελγής]] [[άνθρωπος]], σε Πλάτ. | |lsmtext='''κίναιδος:''' [ῐ], ὁ, Λατ. [[cinaedus]], [[λάγνος]], [[ασελγής]] [[άνθρωπος]], σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κίναιδος:''' ὁ и ἡ<br /><b class="num">1)</b> распутник, развратник Plat., Arst., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> pl. непристойные стихи Diog. L. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:47, 31 December 2018
English (LSJ)
[ῐ], ὁ,
A catamite, Pl.Grg.494e, etc.: generally, lewd fellow, Herod.2.74, PSI5.483.1 (iii B.C.), Arcesil. ap. Plu.2.126a. 2 public dancer(?), PTeb.208 (i B.C.), perh. also CIG4926 (Philae). 3 pl., obscene poems, D.L.9.110. II a sea-fish, Plin.HN32.146. III = κιναίδιον, Gal.12.740,800.
German (Pape)
[Seite 1439] ὁ (von κινέω wie κίναδος, ohne daß an eine Zusammensetzung κινεῖν τὴν αἰδῶ, oder gar κενὸς τῆς αἰδοῦς zu denken), ein Mensch, der widernatürliche Unzucht treibt u. mit sich treiben läßt, übh. unzüchtiger, verworfener Mensch; die VLL. erkl. ἀσελγής, μαλακός; Plat. Gorg. 494 u. Sp., wie Luc. as. 35 (fem.); Plut. de san. tuend. p. 381 μηδὲν διαφέρειν ὄπισθέν τινα ἢ ἔμπροσθεν εἶναι κίναιδον. – Ein Seefisch, Opp. Hal. 1, 127, Schneider. – Ein Edelstein, Arr. Ind. 8, 8.
Greek (Liddell-Scott)
κίναιδος: ῐ, ὁ, Λατ. cinaedus, pathicus, ὡς τὸ καταπύγων· καθόλου αἰσχρός, κακοήθης ἄνθρωπος, Πλάτ. Γοργ. 494Ε, Πλούτ. 2. 126Α. 2. πληθ., ποιήματα αἰσχρά, κακοηθείας περιέχοντα, Διογ. Λ. 9. 110. ΙΙ. εἶδος θαλασσίου ἰχθύος, cinaedus, παρὰ Πλιν. 32. 53. ΙΙΙ. μαργαρίτης, Ἀρρ. Ἰνδ. 8. 8.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ, ἡ)
infâme débauché, inverti.
Étymologie: DELG mot familier et pop., de κινέω, αἰδοῖα.
Greek Monolingual
ο (ΑΜ κίναιδος)
ο άντρας που συνουσιάζεται με άντρα, ο παθητικός ομοφυλόφιλος, πούστης
Greek Monotonic
κίναιδος: [ῐ], ὁ, Λατ. cinaedus, λάγνος, ασελγής άνθρωπος, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
κίναιδος: ὁ и ἡ
1) распутник, развратник Plat., Arst., Plut.;
2) pl. непристойные стихи Diog. L.