μεταδρομάδην: Difference between revisions

From LSJ

ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται → a man cleaves each to his fellow, each to one's fellow

Source
(5)
(3)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μεταδρομάδην:''' ([[δρόμος]]), επίρρ., τρέχοντας στο κατόπι, παρακολουθώντας [[στενά]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''μεταδρομάδην:''' ([[δρόμος]]), επίρρ., τρέχοντας στο κατόπι, παρακολουθώντας [[στενά]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''μεταδρομάδην:''' (μᾰ) adv. преследуя, вдогонку, на бегу: μ. ἔλασ᾽ ὦμον Hom. (Эврипил) на бегу поразил в плечо (Гипсенора).
}}
}}

Revision as of 07:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταδρομάδην Medium diacritics: μεταδρομάδην Low diacritics: μεταδρομάδην Capitals: ΜΕΤΑΔΡΟΜΑΔΗΝ
Transliteration A: metadromádēn Transliteration B: metadromadēn Transliteration C: metadromadin Beta Code: metadroma/dhn

English (LSJ)

[μᾰ], Adv.

   A running after, following close upon, Il. 5.80, A.R.1.755, Opp.H.4.509 (with v.l. -τροπάδην).

German (Pape)

[Seite 146] nachlaufend, verfolgend; Il. 5, 80; Ap. Rh. 1, 755. S. auch μεταδροπάδην.

Greek (Liddell-Scott)

μεταδρομάδην: Ἐπίρρ., μεταδρομάδην ἔλασ’ ὦμον, «ἐπιδραμών, ἐπιδιώξας ἔπληξε...» (Σχολ.) Ἰλ. Ε. 80· - ἐν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 4. 509 ὑπάρχει διάφ. γραφ. -τροπάδην.

French (Bailly abrégé)

adv.
en courant après.
Étymologie: μετάδρομος, -δην.

English (Autenrieth)

adv., running after, Il. 5.80†.

Greek Monolingual

μεταδρομάδην (Α)
επίρρ. με καταδίωξη, τρέχοντας από πίσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεταδρομή + επιρρμ. κατάλ. -άδην (πρβλ. τροχ-άδην)].

Greek Monotonic

μεταδρομάδην: (δρόμος), επίρρ., τρέχοντας στο κατόπι, παρακολουθώντας στενά, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

μεταδρομάδην: (μᾰ) adv. преследуя, вдогонку, на бегу: μ. ἔλασ᾽ ὦμον Hom. (Эврипил) на бегу поразил в плечо (Гипсенора).