Μηδισμός: Difference between revisions

From LSJ

πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do

Source
(5)
(1ba)
Line 15: Line 15:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''Μηδισμός:''' ὁ, η [[ροπή]] κάποιου προς την [[πλευρά]] των Μήδων, να τους ευνοεί· [[Μηδισμός]] ([[προδοσία]]), σε Ηρόδ., Θουκ.
|lsmtext='''Μηδισμός:''' ὁ, η [[ροπή]] κάποιου προς την [[πλευρά]] των Μήδων, να τους ευνοεί· [[Μηδισμός]] ([[προδοσία]]), σε Ηρόδ., Θουκ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[Μηδισμός]], οῦ, ὁ,<br />a [[leaning]] [[towards]] the Medes, [[being]] in [[their]] [[interest]], Medism, Hdt., Thuc.
}}
}}

Revision as of 15:03, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Μηδισμός Medium diacritics: Μηδισμός Low diacritics: Μηδισμός Capitals: ΜΗΔΙΣΜΟΣ
Transliteration A: Mēdismós Transliteration B: Mēdismos Transliteration C: Midismos Beta Code: *mhdismo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A leaning towards the Medes, Medism, Id.4.165, 8.92, Th.1.95, 135, D.23.205.

Greek (Liddell-Scott)

Μηδισμός: ὁ, τὸ φρονεῖν τὰ τῶν Μήδων, εὐνοεῖν τοὺς Μήδους, Ἡρόδ. 4. 165., 8. 92, Θουκ. 1. 95, 135, κτλ.

Greek Monotonic

Μηδισμός: ὁ, η ροπή κάποιου προς την πλευρά των Μήδων, να τους ευνοεί· Μηδισμός (προδοσία), σε Ηρόδ., Θουκ.

Middle Liddell

Μηδισμός, οῦ, ὁ,
a leaning towards the Medes, being in their interest, Medism, Hdt., Thuc.