μορύσσω: Difference between revisions
οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor
(5) |
(3) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μορύσσω:''' = [[μολύνω]], [[λερώνω]], [[κηλιδώνω]], [[στιγματίζω]]: μτχ. Παθ. παρακ., <i>μεμορυγμένα καπνῷ</i>, σε Ομήρ. Οδ. | |lsmtext='''μορύσσω:''' = [[μολύνω]], [[λερώνω]], [[κηλιδώνω]], [[στιγματίζω]]: μτχ. Παθ. παρακ., <i>μεμορυγμένα καπνῷ</i>, σε Ομήρ. Οδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μορύσσω:''' делать черным, покрывать сажей, копотью ([[μεμορυγμένος]] или μεμορυχμένος καπνῷ Hom.). | |||
}} | }} |
Revision as of 00:16, 1 January 2019
English (LSJ)
Ep. Verb,
A = μολύνω, soil, defile, in pf. part. Pass. μεμορυγμένα (v.l. μεμορυχμένα in Od. and Nic.), [εἵματα] καπνῷ Od.13.435; Ὀδυσῆα μ. αἵματι Q.S.5.450; μέλαν κυάνοιο . . μ. ἄνθος black mixed with blue, Opp.C.3.39; μ. ἀφρῷ, ὄξει, Nic.Al.318, 330. II = μωλύνω 1, μελισσάων καμάτῳ ἔνι παῦρα μορύξαις (aor. opt.) ῥίζεα ib. 144 (cf. Sch.).
German (Pape)
[Seite 208] be lud ein, verunreinigen; εἵματα ῥυπόωντα, κακῷ μεμορυγμένα καπνῷ, Od. 13, 435; sp. D., wie Opp. Cyn. 3, 39; Nic. Al. 144 in allgemeiner Bdtg, μέλαν κυάνοιο μεμορυγμένον ἄνθος, schwarz mit blau gemischte Farbe.
Greek (Liddell-Scott)
μορύσσω: Ἐπικ. ῥῆμα, = μολύνω, παῦρα μορύξαις (ἀόρ. εὐκτ.) Νικ. Ἀλεξιφ. 144· - ἀλλαχοῦ μόνον κατὰ μετοχ. παθητ. πρκμ., μεμορυγμένα [εἵματα] καπνῷ Ὀδ. Ξ. 435· Ὀδυσῆα κεῖσθαι ὀϊόμενος μεμορυγμένον αἵματι πολλῷ Κόϊντ. Σμ. 5. 450· μέλαν κυάνοιο... μεμ. ἄνθος, μέλαν μεμιγμένον μετὰ κυανοῦ, Ὀππ. Κυν. 3. 39· μ. ἀφρῷ, ὄξει Νικ. Ἀλεξιφ. 318. 330.
French (Bailly abrégé)
seul. ao. Act. et pf. Pass. μεμορυγμένος;
noircir, tacher, souiller.
Étymologie: DELG peu clair.
English (Autenrieth)
only pass. perf. part., μεμορυγμένα (-χμένα), stained, Od. 13.435†.
Greek Monolingual
μορύσσω (Α)
1. μολύνω, λερώνω, βρομίζω
2. αναμιγνύω, ανακατώνω
3. μωλύνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. μορύσσω και μόρυχος εμφανίζουν πιθ. την ετεροιωμένη βαθμίδα mor(-u-) της ΙΕ ρίζας mer- «σκούρα χρώματα, βρόμικη κηλίδα» (με παρέκταση -u-) και συνδέονται πιθ. με σλαβικές λέξεις με σημ. «αλείφω, λερώνω» (πρβλ. ρωσ. mara-ju,-ti «ρυπαίνω», maraška «κηλίδα» και ίσως με τα μόρτος, μόρφνος). Η λ. μορύσσω, που εμφανίζει εκφραστικό επίθημα -σσω, είναι πιθ. μετονοματικό παράγωγο του μόρυχος, που εμφανίζει εκφραστικό επίθημα -χος (πρβλ. βόστρυχος, ήσυ-χος). Κατ' άλλη άποψη, ο τ. μόρυχος θεωρείται υποχωρητ. παρ. του μορύσσω.
Greek Monotonic
μορύσσω: = μολύνω, λερώνω, κηλιδώνω, στιγματίζω: μτχ. Παθ. παρακ., μεμορυγμένα καπνῷ, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
μορύσσω: делать черным, покрывать сажей, копотью (μεμορυγμένος или μεμορυχμένος καπνῷ Hom.).