νηδύς: Difference between revisions
ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''νηδύς:''' [ῡ], -ύος[ῠ], ἡ,<br /><b class="num">1.</b> [[στομάχι]], σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ., Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[κοιλιά]], [[γαστέρα]], [[υπογάστριο]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· [[μήτρα]], σε Ομήρ. Ιλ.· μεταφ., λέγεται για τη γη, [[gremium]] telluris, σε Ευρ. | |lsmtext='''νηδύς:''' [ῡ], -ύος[ῠ], ἡ,<br /><b class="num">1.</b> [[στομάχι]], σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ., Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[κοιλιά]], [[γαστέρα]], [[υπογάστριο]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· [[μήτρα]], σε Ομήρ. Ιλ.· μεταφ., λέγεται για τη γη, [[gremium]] telluris, σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''νηδύς:''' ύος ἡ (в двусложных формах почти всегда ῡ, в трехсложных - всегда ῠ)<br /><b class="num">1)</b> желудок Hom., Hes., Aesch.;<br /><b class="num">2)</b> брюхо, живот Hom., Her.;<br /><b class="num">3)</b> внутренности, кишки Her.;<br /><b class="num">4)</b> материнское чрево Hom., Hes., Aesch.;<br /><b class="num">5)</b> перен. чрево, полость, недра (sc. γαίας Eur.). | |||
}} | }} |
Revision as of 00:28, 1 January 2019
English (LSJ)
ύος, ἡ,
A any of the cavities in the body, Hp.de Arte10: hence, 1 stomach, Od.9.296, Hes.Th.487, S.OC1263, etc. 2 belly, paunch, Il.13.290, Hdt.2.47. 3 bowels, A.Ch.757, Hp. Aër.19, etc.; ἐξελεῖν τὴν νηδύν Hdt.2.87; as the seat of thirst, τέγξας ἄδιψον νηδύν E.Cyc.574; ἄρδῃ τε νηδύν Id.Supp.207. 4 womb, Il.24.496, Hes.Th.460, A.Eu.665, etc.; also of Zeus when in travail of Athena, Hes.Th.890,899; of Dionysus, E.Ba.527 (lyr.). 5 metaph., ν. νάρθηκος Nic.Al.272; λέβητος Orph.L.276.—Acc. νηδύα for νηδύν in Q.S.1.616; dat. pl. νηδύσι Nic.Th.467. [ῠ in trisyll. cases, also νηδῠς A.Ch.l.c., Call.Dian.160, νηδῠν E.Andr.356, Cyc. 574: but νηδῡν AP9.519 (Alc.), Nic.Al.416, Orph. l.c.]
Greek (Liddell-Scott)
νηδύς: -ύος, ἡ, ἐν χρήσει ὡς τὸ κοιλία, ἐπὶ παντὸς μεγάλου κοιλώματος ἐν τῷ σώματι τοῦ ἀνθρώπου, (Ἱππ. 6. 17 κἑξ.) ἑπομένως, 1) ὁ στόμαχος, Ὀδ. Ι. 296, Ἡσ. Θ. 487, Αἰσχύλ., κτλ. 2) ἡ κοιλία, τὸ ὑπογάστριον, Λατ. abdomen Ἰλ. Ν. 290, Ἡρόδ. 2. 47· τὰ ἐντόσθια, Ἱππ. π. Ἀέρ. 292, κτλ.· ἐξελεῖν τὴν νηδὺν Ἡρόδ. 2. 87. 3) ἡ μήτρα, Ἰλ. Ω. 496, Ἡσ. Θεογ. 460, Αἰσχύλ. Εὐμ. 665, κτλ.· ὡσαύτως ἐπὶ Διὸς κατὰ τὴν γέννησιν τῆς Ἀθηνᾶς, Ἡσ. Θ. 890, 899· ἢ τοῦ Διονύσου, Εὐρ. Βάκχ. 526. 4) μεταφ., ἄρδῃ τε νηδύν, ὃ ἐστι νὰ δροσίζῃ τὴν κοιλίαν του, Εὐρ. Ἱκέτ. 207· ν. νάρθηκος Νικ. Ἀλ. 272· λέβητος Ὀρφ. Λιθ. 274· - Αἰτ. νηδύα ἀντὶ νηδὺν παρὰ Κοΐντ. Σμ. 1. 616· δοτ. πληρ. νηδύσι Νικ. Θ. 467· πρβλ. νήδυια. (Πρβλ. Σανσκρ. nâdî, πᾶν σωληνοειδὲς ὄργανον τοῦ σώματος.) [ῠ ἀείποτε ἐν ταῖς τρισυλλάβοις πτώσεσι· ῡ τὸ πλεῖστον ἐν ταῖς δισυλλάβοις, Ἰακωψ. Α. ΙΙ. σελ. 584. 672, 692, Spitzn. Vers. Her. σ. 68, ἀλλ’ ἐνίοτε καὶ ἐνταῦθα βραχύ, οἷον νηδύν, Εὐρ. Ἀνδρ. 356, Κύκλ. 574.]
French (Bailly abrégé)
ύος (ἡ) :
toute partie du corps en retrait :
1 estomac;
2 ventre ou bas-ventre (cf. lat. abdomen) ; particul. bas du ventre ; ventre d’une femme.
Étymologie: νη-, δύω.
English (Autenrieth)
ύος: belly, stomach; ‘womb,’ Il. 24.496.
Greek Monolingual
νηδύς, ἡ (Α)
1. στομάχι («τὰ τῆς ταλαίης νηδύος θρεπτήρια», Σοφ.)
2. κοιλιά, υπογάστριο
3. σπλάγχνα, εντόσθια
4. η μήτρα
5. μτφ. κοιλότητα αντικειμένου (α. «νηδὺς νάρθηκος», Νίκ.
β. «νηδὺς λέβητος», Ορφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. άγνωστης ετυμολ. Η αναγωγή της λ. σε ΙΕ ρίζα ned- «συμπλέκω» και η σύνδεση της με ΙΕ λ., όπως γοτθ. nati «δίχτυ» ή λατ. nodus «πλοκή», είναι υποθετική. Επίσης η άποψη ότι η λ. συνδέεται με λατ. abdomen «υπογάστριο» και προέρχεται από αμάρτυρο επίρρ. nē- «κάτω» + δυ- (πρβλ. δύομαι, δύσις) δεν φαίνεται πολύ πιθανή].
Greek Monotonic
νηδύς: [ῡ], -ύος[ῠ], ἡ,
1. στομάχι, σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ., Αισχύλ. κ.λπ.
2. κοιλιά, γαστέρα, υπογάστριο, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· μήτρα, σε Ομήρ. Ιλ.· μεταφ., λέγεται για τη γη, gremium telluris, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
νηδύς: ύος ἡ (в двусложных формах почти всегда ῡ, в трехсложных - всегда ῠ)
1) желудок Hom., Hes., Aesch.;
2) брюхо, живот Hom., Her.;
3) внутренности, кишки Her.;
4) материнское чрево Hom., Hes., Aesch.;
5) перен. чрево, полость, недра (sc. γαίας Eur.).