Ὀλυμπίασι: Difference between revisions

From LSJ

οὔτε σοφίας ἐνδείᾳ οὔτ' αἰσχύνης περιουσίᾳ → neither from lack of knowledge nor from superfluity of modesty

Source
(5)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''Ὀλυμπίᾱσι:''' επίρρ.:<br /><b class="num">I.</b> στην [[Ολυμπία]], σε Αριστοφ. κ.λπ.· πρβλ. θύρᾱσι, [[αλλά]], <b>II.Ὀλυμπιάσι</b> <i>[ᾰ]</i>, δοτ. πληθ. του [[Ὀλυμπιάς]].
|lsmtext='''Ὀλυμπίᾱσι:''' επίρρ.:<br /><b class="num">I.</b> στην [[Ολυμπία]], σε Αριστοφ. κ.λπ.· πρβλ. θύρᾱσι, [[αλλά]], <b>II.Ὀλυμπιάσι</b> <i>[ᾰ]</i>, δοτ. πληθ. του [[Ὀλυμπιάς]].
}}
{{elru
|elrutext='''Ὀλυμπίᾱσι:''' (ν) adv. В Олимпии Thuc., Plat., Dem.
}}
}}

Revision as of 00:56, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ὀλυμπίᾱσι Medium diacritics: Ὀλυμπίασι Low diacritics: Ολυμπίασι Capitals: ΟΛΥΜΠΙΑΣΙ
Transliteration A: Olympíasi Transliteration B: Olympiasi Transliteration C: Olympiasi Beta Code: *)olumpi/asi

English (LSJ)

Adv.,

   A v. Ὀλυμπία,  : but Ὀλυμπιάσι [ᾰ], dat. pl. of Ὀλυμπιάς.

Greek (Liddell-Scott)

Ὀλυμπίᾱσι: Ἐπίρρ., ἴδε Ὀλυμπία, ἡ· ἀλλὰ Ὀλυμπιάσι [ᾰ], δοτ. πληθ. τοῦ Ὀλυμπιάς.

French (Bailly abrégé)

adv.
à Olympie sans mouv.
Étymologie: Ὀλυμπία, -σι.

Greek Monolingual

ὀλυμπίασι και ὀλυμπιάσι και ὀλυμπίαθι (Α)
επίρ. στην Ολυμπία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τοπική πτώση του Ὀλυμπία με σημ. τοπικού επιρρ. (πρβλ. θύρασι, Μουνυχίασι)].

Greek Monotonic

Ὀλυμπίᾱσι: επίρρ.:
I. στην Ολυμπία, σε Αριστοφ. κ.λπ.· πρβλ. θύρᾱσι, αλλά, II.Ὀλυμπιάσι [ᾰ], δοτ. πληθ. του Ὀλυμπιάς.

Russian (Dvoretsky)

Ὀλυμπίᾱσι: (ν) adv. В Олимпии Thuc., Plat., Dem.