παραποιέω: Difference between revisions

3b
(5)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παραποιέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[νοθεύω]], [[διαστρεβλώνω]] — Μέσ., <i>παραποιησάμενος σφραγῖδα</i>, έχοντας φτιάξει [[πλαστή]] [[σφραγίδα]], σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[αλλάζω]] [[ελαφρώς]] ή λίγο, σε Αριστ.
|lsmtext='''παραποιέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[νοθεύω]], [[διαστρεβλώνω]] — Μέσ., <i>παραποιησάμενος σφραγῖδα</i>, έχοντας φτιάξει [[πλαστή]] [[σφραγίδα]], σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[αλλάζω]] [[ελαφρώς]] ή λίγο, σε Αριστ.
}}
{{elru
|elrutext='''παραποιέω:''' <b class="num">1)</b> тж. med. подделывать (μέτρα καὶ [[σταθμά]] Diod.; med. σφραγῖδα Thuc.);<br /><b class="num">2)</b> искажать, передразнивать: ἐν τοῖς γελοίοις τὰ παραπεποιημένα Arst. сочиненные для смеха пародии.
}}
}}