πένταθλον: Difference between revisions

From LSJ

Θησεύς τινʹ ἡμάρτηκεν ἐς σʹ ἁμαρτίαν; (Euripides, Hippolytus 319) → Hath Theseus wronged thee in any wise?

Source
(5)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πένταθλον:''' Ιων. -[[άεθλον]], τό, [[αγώνισμα]] που αποτελείται από [[πέντε]] αθλήματα, Λατ. quinquer­tium, σε Πίνδ.· [[πεντάεθλον]] ἀσκεῖν ή <i>ἐπασκεῖν</i>, σε Ηρόδ. Τέτοιες ασκήσεις ήταν το [[ἅλμα]], ο [[δίσκος]], ο [[δρόμος]], η [[πάλη]], η [[πυγμή]], η τελευταία αντικαθιστώντας το [[αγώνισμα]] [[ἀκόντισις]] ή <i>ἀκών</i>· αυτά συνοψίζονται στον πεντάμετρο στίχο του Σιμων., [[ἅλμα]], <i>ποδωκείην</i>, <i>δίσκον</i>, <i>ἄκοντα</i>, <i>πάλην</i>.
|lsmtext='''πένταθλον:''' Ιων. -[[άεθλον]], τό, [[αγώνισμα]] που αποτελείται από [[πέντε]] αθλήματα, Λατ. quinquer­tium, σε Πίνδ.· [[πεντάεθλον]] ἀσκεῖν ή <i>ἐπασκεῖν</i>, σε Ηρόδ. Τέτοιες ασκήσεις ήταν το [[ἅλμα]], ο [[δίσκος]], ο [[δρόμος]], η [[πάλη]], η [[πυγμή]], η τελευταία αντικαθιστώντας το [[αγώνισμα]] [[ἀκόντισις]] ή <i>ἀκών</i>· αυτά συνοψίζονται στον πεντάμετρο στίχο του Σιμων., [[ἅλμα]], <i>ποδωκείην</i>, <i>δίσκον</i>, <i>ἄκοντα</i>, <i>πάλην</i>.
}}
{{elru
|elrutext='''πέντᾱθλον:''' ион. [[πεντάεθλον]] τό пентатл, пятиборье (т. е. совокупность следующих видов борьбы: [[δρόμος]]; [[πάλη]]; [[πυγμή]] - поздн. [[ἀκόντισις]], тж. [[ἄκων]] или [[ἀκόντιον]]; [[ἅλμα]]; [[δίσκος]]) Her., Pind., Soph.
}}
}}

Revision as of 09:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πένταθλον Medium diacritics: πένταθλον Low diacritics: πένταθλον Capitals: ΠΕΝΤΑΘΛΟΝ
Transliteration A: péntathlon Transliteration B: pentathlon Transliteration C: pentathlon Beta Code: pe/ntaqlon

English (LSJ)

Lyr. and Ion. πεντάεθλον, τό,

   A contest of the five exercises (viz. ἅλμα, ποδωκείην, δίσκον, ἄκοντα, πάλην, Simon.153), Pi.O.13.30, N.7.8, B.8.104, etc. ; πεντάεθλον ἐπασκέειν or ἀσκέειν Hdt.6.92, 9.33 ; πένταθλ' ἃ νομίζεται is corrupt in S.El.691 ; cf. πέμπαθλον.

German (Pape)

[Seite 556] τό, ion. πεντάεθλον, der Fünfkampf, quinquertium, der Inbegriff der fünf Leibesübungen ἅλμα, δίσκος, δρόμος, πάλη, πυγμή; Pind. Ol. 13, 29; plur., N. 7, 8; δρόμων, διαύλων, πεντάεθλ' ἃ νομίζεται, Soph. El. 681; πεντάεθλον ἐπασκήσας, Her. 6, 92. 9, 33; es wurden jene fünf Uebungen auch allein angestellt, und der Sieger in jeder einzelnen belohnt, das πένταθλον aber erfordert einen Sieg in allen fünf hinter einander erkämpft, vgl. Böckh Inscr. 34 p. 52 a u. explicatt. zu Pind. N. 7, 71, u. s. das Folgende.

Greek (Liddell-Scott)

πένταθλον: Ἰων. πεντάεθλον, τό, ὁ ἀγὼν τῶν πέντε ἄθλων ἢ ἀσκήσεων, Λατ. quinquertium, Πινδ. (ὃς ἐν Ο. 13. 41. ἔχει πένταθλον, ἐν δὲ Ν. 7. 12 πεντάεθλον)· πεντάεθλον ἀσκεῖν ἢ ἐπασκεῖν Ἡρόδ. 6. 92., 9. 33· ἐν Σοφ. Ἠλ. 691, ὁ Πόρσων διώρθωσεν ἆθλ’ ἅπερ νομίζεται ἀντὶ τῆς ἐν Ἀντιγράφοις γραφῆςπεντάεθλ’ ἃ νομίζεται· ἀλλ΄ ὁ Ἔρμανν. ὅλως ἀπορρίπτει τὸν στίχον.― Οἱ πέντε οὗτοι ἆθλοι συγκεφαλαιοῦνται ἐν τῷ στίχῳ τοῦ Σιμωνίδου: ἅλμα, ποδωκείην, δίσκον, ἄκοντα, πάλην· τὸ ὅτι ἡ πυγμὴ ἐλάμβανεν ἐνίοτε τὴν θέσιν τοῦ ἄκοντος τοῦτο φαίνεται στηρίζεται εἰς τὸν στίχον τῆς Ὀδ. Θ. 130. Περὶ τῆς τάξεως καθ’ ἢν εἵποντο ἀλλήλοις, οἱ ἆθλοι οὗτοι ὅρα Böckh καὶ Donaldson εἰς Πίνδ. Ν. 7· καὶ Herm. Opusc. 3. 26 κἑξ, περὶ δὲ τοῦ ὅλου ζητήματος ἴδε P. Gardener ἐν Hell. J. τ. 1, σ. 210 κἑξ.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
concours qui se compose de cinq exercices, la course (δρόμος), la lutte (πάλη), le pugilat (πυγμή, postér. ἀκόντισις, ἄκων, ἄκόντιον), le saut (ἅλμος), le jet du disque ou du palet (δίσκος).
Étymologie: πέντε, ἆθλον.

Greek Monotonic

πένταθλον: Ιων. -άεθλον, τό, αγώνισμα που αποτελείται από πέντε αθλήματα, Λατ. quinquer­tium, σε Πίνδ.· πεντάεθλον ἀσκεῖν ή ἐπασκεῖν, σε Ηρόδ. Τέτοιες ασκήσεις ήταν το ἅλμα, ο δίσκος, ο δρόμος, η πάλη, η πυγμή, η τελευταία αντικαθιστώντας το αγώνισμα ἀκόντισις ή ἀκών· αυτά συνοψίζονται στον πεντάμετρο στίχο του Σιμων., ἅλμα, ποδωκείην, δίσκον, ἄκοντα, πάλην.

Russian (Dvoretsky)

πέντᾱθλον: ион. πεντάεθλον τό пентатл, пятиборье (т. е. совокупность следующих видов борьбы: δρόμος; πάλη; πυγμή - поздн. ἀκόντισις, тж. ἄκων или ἀκόντιον; ἅλμα; δίσκος) Her., Pind., Soph.