πότα: Difference between revisions

From LSJ

αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death

Source
(6)
(4)
Line 13: Line 13:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πότα:''' Αιολ. αντί [[πότε]].
|lsmtext='''πότα:''' Αιολ. αντί [[πότε]].
}}
{{elru
|elrutext='''πότα:''' adv. эол. = [[πότε]].
}}
}}

Revision as of 13:48, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 688] äol. statt πότε, wie ὅτα statt ὅτε.

Greek (Liddell-Scott)

πότα: Αἰολ. ἀντὶ τοῦ πότε, ὡς ὅτα ἀντὶ ὅτε.

French (Bailly abrégé)

éol. c. πότε.

Greek Monolingual

Α
(ακλ. τ.) βλ. πότε.

Greek Monotonic

πότα: Αιολ. αντί πότε.

Russian (Dvoretsky)

πότα: adv. эол. = πότε.