3,274,399
edits
(6) |
(nl) |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ποτᾰμός:''' -οῦ, ὁ (√<i>ΠΟ</i> για κάποιους χρόνους του [[πίνω]]),<br /><b class="num">I.</b> [[ποταμός]], υδάτινο [[ρεύμα]], σε Όμηρ. κ.λπ.· παροιμ., [[ἄνω]] ποταμῶν χωροῦσι παγαί, λέγεται για παράξενα, ασυνήθιστα πράγματα, σε Ευρ.· λέγεται για ποταμούς από [[φωτιά]] ή [[λάβα]], σε Πίνδ.<br /><b class="num">II.</b> ως [[πρόσωπο]], [[Ποταμός]], η [[θεότητα]] του ποταμού, σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''ποτᾰμός:''' -οῦ, ὁ (√<i>ΠΟ</i> για κάποιους χρόνους του [[πίνω]]),<br /><b class="num">I.</b> [[ποταμός]], υδάτινο [[ρεύμα]], σε Όμηρ. κ.λπ.· παροιμ., [[ἄνω]] ποταμῶν χωροῦσι παγαί, λέγεται για παράξενα, ασυνήθιστα πράγματα, σε Ευρ.· λέγεται για ποταμούς από [[φωτιά]] ή [[λάβα]], σε Πίνδ.<br /><b class="num">II.</b> ως [[πρόσωπο]], [[Ποταμός]], η [[θεότητα]] του ποταμού, σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=ποταμός -οῦ, ὁ [~ πετάννυμι?, πίπτω?] rivier; overdr.. ποταμοὶ πυρός vuurstromen Aeschl. PV 368. | |||
}} | }} |