πορευτέος: Difference between revisions

nl
(6)
(nl)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πορευτέος:''' -α, -ον, ρημ. επίθ.,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που μπορεί να διαπεραστεί, σε Σοφ., Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> <i>πορευτέον</i>, αυτό που πρέπει [[κάποιος]] να διαβεί, σε Σοφ., Ευρ.
|lsmtext='''πορευτέος:''' -α, -ον, ρημ. επίθ.,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που μπορεί να διαπεραστεί, σε Σοφ., Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> <i>πορευτέον</i>, αυτό που πρέπει [[κάποιος]] να διαβεί, σε Σοφ., Ευρ.
}}
{{elnl
|elnltext=πορευτέος -α -ον, adj. verb. van πορεύω, die begaan moet worden:; ἡ δ ’ ὁδὸς πορευτέα de reis moet ondernomen worden Soph. Ph. 993; n. πορευτέον er moet gegaan worden.
}}
}}