προσήκω: Difference between revisions

nl
(6)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσήκω:''' Δωρ. ποθ-ήκω, μέλ. <i>-ξω</i>,<br /><b class="num">I.</b> έχω φτάσει σε κάποιο [[μέρος]], έχω έρθει, είμαι κοντά, [[πρόχειρος]], είμαι [[παρών]], σε Τραγ.· [[προσήκω]] ἐπὶ τὸν ποταμόν, [[φτάνω]] στον ποταμό, σε Ξεν.<br /><b class="num">II. 1.</b> μεταφ., [[ανήκω]] σε, <i>εἰ τῷ ξένῳ προσήκει Λαΐῳ τι συγγενές</i>, εάν ο [[ξένος]] έχει κάποια [[συγγένεια]] με τον Λάιο, σε Σοφ.· τῷ γὰρ προσήκει [[τόδε]]; ποιον αφορά; στον ίδ.· ομοίως, οὐδὲν πρὸς τὸ Πέρσας [[προσήκω]] τὸ [[πάθος]], σε Ηρόδ.· λέγεται για πρόσωπα, [[ανήκω]] σε, σχετίζομαι με, <i>τινί</i>, σε Ευρ.· [[προσήκω]] γένει, σε Αριστοφ.· με απαρ., <i>οὐ προσήκομεν κολάζειν τοῖσδε</i>, δεν ανήκουμε σ' αυτούς για να μας τιμωρήσουν, δηλ. δεν είναι στο [[χέρι]] τους να μας τιμωρήσουν, σε Ευρ. <b>2. α)</b> απρόσ., ανήκει, αφορά, <i>τίοὖν προσήκει ἐμοὶ Κορινθίων;</i> τι έχω να κάνω εγώ με τους Κορίνθιους; σε Αριστοφ. κ.λπ. <b>β)</b> με δοτ. προσ. και απαρ., ανήκει σε, είναι αρμόδιο, [[οἷς]] προσῆκε πενθῆσαι, σε Αισχύλ.· <i>οὔ σοι προσήκει προσφωνεῖν</i>, σε Σοφ.· επίσης με αιτ. προσ., <i>οὔ σε προσήκει λέγειν</i>, δεν είναι καλό να μη μιλήσεις, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">III.</b> σε μτχ.,<br /><b class="num">1.</b> αυτός που ανήκει σε κάποιον, [[αἰτία]] [[οὐδέν]] μοι προσήκουσα, σε Δημ.· <i>τὸ προσῆκον ἑκάστῳ ἀποδιδόναι</i>, Λατ. suum cuique reddere, σε Πλάτ.· απόλ., <i>τὴν προσήκουσαν σωτηρίαν</i>, η προσωπική [[ασφάλεια]] κάποιου, σε Θουκ.· <i>τὰ μὴ προσήκοντα = ἀλλότρια</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> αρμόζων, [[κατάλληλος]], [[αρμόδιος]], [[πρόσφορος]], στον ίδ.· <i>τὰ προσήκοντα</i>, ό,τι είναι κατάλληλο, ό,τι ταιριάζει, τα καθήκοντα κάποιου, σε Ξεν.· <i>τὸ προσῆκον</i>, [[καταλληλότητα]], [[συνταίριασμα]], <i>ἐκτὸς τοῦ προσήκοντος</i>, σε Ευρ.· [[μᾶλλον]] τοῦ προσήκοντος, <i>παρὰ τῷ προσήκοντι</i>, σε Πλάτ. <b>3. α)</b> λέγεται για πρόσωπα, [[συγγενής]], [[συγγενικός]], <i>τοῖσι Κυψελίδαισι οὐδὲν ἦν προσήκων</i>, σε Ηρόδ.· <i>προσήκων βασιλεῖ</i>, σε Ξεν.· και ως ουσ., <i>οἱ προσήκοντές τινος</i>, οι συγγενείς κάποιου, σε Θουκ.· ή <i>οἱ προσήκοντες</i> μόνο του, σε Ηρόδ.· απ' όπου, <i>αἱ προσήκουσαι ἀρεταί</i>, οι κληροδοτημένες καλές φήμες, σε Θουκ. <b>β)</b> <i>οὐδὲν προσήκων</i>, αυτός που δεν έχει καμία [[σχέση]] με την [[υπόθεση]], σε Πλάτ.· με απαρ., <i>οὐδὲν προσήκων ἐν γόοις παραστατεῖν</i>, δεν αρμόζει να βοηθά κάποιον στη [[θλίψη]] του, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">4.</b> απόλ. στο ουδ., <i>οὐ προσῆκον</i>, αν και δεν ταιριάζει [[καθόλου]] ή μιας και δεν ταιριάζει, σε Θουκ., Πλάτ.
|lsmtext='''προσήκω:''' Δωρ. ποθ-ήκω, μέλ. <i>-ξω</i>,<br /><b class="num">I.</b> έχω φτάσει σε κάποιο [[μέρος]], έχω έρθει, είμαι κοντά, [[πρόχειρος]], είμαι [[παρών]], σε Τραγ.· [[προσήκω]] ἐπὶ τὸν ποταμόν, [[φτάνω]] στον ποταμό, σε Ξεν.<br /><b class="num">II. 1.</b> μεταφ., [[ανήκω]] σε, <i>εἰ τῷ ξένῳ προσήκει Λαΐῳ τι συγγενές</i>, εάν ο [[ξένος]] έχει κάποια [[συγγένεια]] με τον Λάιο, σε Σοφ.· τῷ γὰρ προσήκει [[τόδε]]; ποιον αφορά; στον ίδ.· ομοίως, οὐδὲν πρὸς τὸ Πέρσας [[προσήκω]] τὸ [[πάθος]], σε Ηρόδ.· λέγεται για πρόσωπα, [[ανήκω]] σε, σχετίζομαι με, <i>τινί</i>, σε Ευρ.· [[προσήκω]] γένει, σε Αριστοφ.· με απαρ., <i>οὐ προσήκομεν κολάζειν τοῖσδε</i>, δεν ανήκουμε σ' αυτούς για να μας τιμωρήσουν, δηλ. δεν είναι στο [[χέρι]] τους να μας τιμωρήσουν, σε Ευρ. <b>2. α)</b> απρόσ., ανήκει, αφορά, <i>τίοὖν προσήκει ἐμοὶ Κορινθίων;</i> τι έχω να κάνω εγώ με τους Κορίνθιους; σε Αριστοφ. κ.λπ. <b>β)</b> με δοτ. προσ. και απαρ., ανήκει σε, είναι αρμόδιο, [[οἷς]] προσῆκε πενθῆσαι, σε Αισχύλ.· <i>οὔ σοι προσήκει προσφωνεῖν</i>, σε Σοφ.· επίσης με αιτ. προσ., <i>οὔ σε προσήκει λέγειν</i>, δεν είναι καλό να μη μιλήσεις, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">III.</b> σε μτχ.,<br /><b class="num">1.</b> αυτός που ανήκει σε κάποιον, [[αἰτία]] [[οὐδέν]] μοι προσήκουσα, σε Δημ.· <i>τὸ προσῆκον ἑκάστῳ ἀποδιδόναι</i>, Λατ. suum cuique reddere, σε Πλάτ.· απόλ., <i>τὴν προσήκουσαν σωτηρίαν</i>, η προσωπική [[ασφάλεια]] κάποιου, σε Θουκ.· <i>τὰ μὴ προσήκοντα = ἀλλότρια</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> αρμόζων, [[κατάλληλος]], [[αρμόδιος]], [[πρόσφορος]], στον ίδ.· <i>τὰ προσήκοντα</i>, ό,τι είναι κατάλληλο, ό,τι ταιριάζει, τα καθήκοντα κάποιου, σε Ξεν.· <i>τὸ προσῆκον</i>, [[καταλληλότητα]], [[συνταίριασμα]], <i>ἐκτὸς τοῦ προσήκοντος</i>, σε Ευρ.· [[μᾶλλον]] τοῦ προσήκοντος, <i>παρὰ τῷ προσήκοντι</i>, σε Πλάτ. <b>3. α)</b> λέγεται για πρόσωπα, [[συγγενής]], [[συγγενικός]], <i>τοῖσι Κυψελίδαισι οὐδὲν ἦν προσήκων</i>, σε Ηρόδ.· <i>προσήκων βασιλεῖ</i>, σε Ξεν.· και ως ουσ., <i>οἱ προσήκοντές τινος</i>, οι συγγενείς κάποιου, σε Θουκ.· ή <i>οἱ προσήκοντες</i> μόνο του, σε Ηρόδ.· απ' όπου, <i>αἱ προσήκουσαι ἀρεταί</i>, οι κληροδοτημένες καλές φήμες, σε Θουκ. <b>β)</b> <i>οὐδὲν προσήκων</i>, αυτός που δεν έχει καμία [[σχέση]] με την [[υπόθεση]], σε Πλάτ.· με απαρ., <i>οὐδὲν προσήκων ἐν γόοις παραστατεῖν</i>, δεν αρμόζει να βοηθά κάποιον στη [[θλίψη]] του, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">4.</b> απόλ. στο ουδ., <i>οὐ προσῆκον</i>, αν και δεν ταιριάζει [[καθόλου]] ή μιας και δεν ταιριάζει, σε Θουκ., Πλάτ.
}}
{{elnl
|elnltext=προσ-ήκω, alleen praes. en imperf. gekomen zijn, aanwezig zijn:; εἴπερ ὡς φίλοι προσήκετε indien jullie als vrienden zijn gekomen Soph. Ph. 229; overdr..; χρεία δὲ προσήκει de noodzaak is dringend Aeschl. Pers. 143; met prep. bep.. κατὰ τὰς προσηκούσας ὄχθας ἐπὶ τὸν ποταμόν via de oevers die langs de rivier liepen Xen. An. 4.3.23; καὶ τοῦ πρὸς ταῦτα προσήκοντος θεάτρου het daarnaast gelegen theater Xen. Hell. 7.4.31. overdr. toekomen aan, behoren bij, te maken hebben met; met dat. of πρός + acc.. οὐδὲν πρὸς Πέρσας τοῦτο προσήκει τὸ πάθος die fout heeft met de Perzen helemaal niets van doen Hdt. 8.100.4; εἰ τῷ ξένῳ τούτῳ προσήκει Λαΐῳ τι συγγενές als aan die vreemdeling een zekere verwantschap met Laius toekomt Soph. OT 814; παντὶ ἄλλῳ μᾶλλον ἢ τῷ τοιούτῳ προσήκουσι (deze dingen) passen bij ieder ander beter dan bij een dergelijk man Plat. Resp. 443a. verwant zijn:. προσήκουσι γένει zij zijn bloedverwanten Aristoph. Ran. 698; μῶν προσῆκέ σοι; hij was toch geen verwant van je? Eur. IT 550. passend zijn: als pers. constructie van 3 (zie daar) προσήκω het is passend dat ik: met ( dat. en) inf..; τὸν θεὸν καλεῖ οὐδὲν προσήκοντ ’ ἐν γόοις παραστατεῖν zij roept de godheid aan hoewel het helemaal diens rol niet is om bij geweeklaag aanwezig te zijn Aeschl. Ag. 1079; οὐ προσήκομεν κολάζειν τοῖσδε het is niet passend dat wij door hen gestraft worden Eur. Or. 771; meestal onpers. onpers. προσήκει het is passend, het betaamt, met dat. en inf.:; βελτίονί σοι προσήκει γενέσθαι het past je om een beter mens worden Plat. Phaedr. 233a; met dat. en gen. te maken hebben met:; τί οὖν προσήκει δῆτ ’ ἐμοὶ Κορινθίων; wat heb ik te maken met de Korinthiërs? Aristoph. Av. 969; meestal met ontk..; ἐμοὶ οὐδαμόθεν προσήκει τούτου τοῦ πράγματος ik heb niets te maken met die zaak [And.] 4.34; ᾤετο προσήκειν οὐδενὶ ἀρχῆς ὅστις μή... hij meende dat niemand aanspraak had op heerschappij, tenzij hij... Xen. Cyr. 8.1.37; acc. abs..; οὐδὲν προσῆκον zonder dat het ons iets aangaat Thuc. 6.84.1; met inf.. οὐδὲν προσῆκον μᾶλλόν τι ἐκείνους ἡμῖν ἢ καὶ ἡμᾶς ἐκείνοις ἐπιτάσσειν omdat het net zo min aangaat dat zij ons de wet stellen als wij hun Thuc. 6.82.3. ptc. als adj. toepasselijk, behorend bij:; μετὰ προσηκόντων ἐγκλημάτων met relevante aanklachten Thuc. 1.40.1; τὰ μὴ προσήκοντα ἐπικτᾶσθαι erbij te verwerven wat je niet toekomt Thuc. 4.61.1; μὴ αἰσχῦναι τὰς προσηκούσας ἀρετάς de aangeboren deugden niet beschamen Thuc. 4.92.7; met dat.. αἰτίαν ψευδῆ καὶ οὐδὲν ἐμοὶ προσήκουσαν een valse beschuldiging die helemaal niet op mij van toepassing is Dem. 21.110. verwant aan ptc. subst..; οἱ προσήκοντες γένει de bloedverwanten Eur. Med. 1304 = οἱ προσήκοντες Aeschl. Ch. 689; τοῖσι προσήκουσι τῷ νεκρῷ aan de verwanten van de dode Hdt. 4.14.1; ἐκτὸς τοῦ προσήκοντος naast de bloedverwantschap Eur. Hcld. 214; vgl. 2b. passend (bij), toekomend aan: met dat..; οὐκ ἔστιν οὐδαμόθεν σοι προσήκων ἔλεος medelijden verdien je absoluut niet Dem. 21.196; met inf..; ( λόγοι ) προσήκοντες τὰ μάλιστα ἀκούειν νέοις redevoeringen die het meest geschikt zijn voor jonge lieden om te horen Plat. Lg. 811d; abs. ptc. subst..; τὸ προσῆκον wat passend is Plat. Resp. 332c; ὁτῳοῦν τῶν παρὰ τὸ προσῆκον λεγομένων al wat buiten het eigenlijke onderwerp gezegd wordt Plat. Phlb. 36d; plur.. τὰ προσήκοντα πράττειν het juiste doen Xen. Mem. 1.1.12; οὐκ ἐκ προσηκόντων ἁμαρτάνουσι hun misstappen begaan zij tegen hun natuur in Thuc. 3.67.2.
}}
}}