προίξ: Difference between revisions
τὰ σῦκα σῦκα, τὴν σκάφην δὲ σκάφην ὀνομάζειν → call a spade a spade | speak the truth | speak straight from the shoulder | give it straight from the shoulder | give the straight goods | not to mince matters | not to mince words | not mince words | call things by their right names | call a spade a spade and a shovel a shovel | call a shovel a shovel | call a spade a spade, not a big spoon
(6) |
(nl) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''προίξ:''' [[προικός]], ἡ,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[δώρο]], [[δωρεά]], <i>προικὸς γεύσασθαι</i>, [[γεύομαι]] ένα [[δώρο]], σε Ομήρ. Οδ.· <i>προικὸς χαρίσασθαι</i>, [[χαρίζω]] [[προίκα]] ([[προικός]] είναι στη γεν. pretii), στο ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[μερίδιο]] που αποδίδεται στους γάμους, [[προίκα]], σε Πλάτ., Δημ.<br /><b class="num">II.</b> οι Αττ. χρησιμ. την αιτ. [[προῖκα]] ως επίρρ., όπως το [[δωρεά]], ελεύθερη [[δωρεά]], [[χάρισμα]], [[πράγμα]] διδόμενο [[άνευ]] κόστους, Λατ. [[gratis]], σε Αριστοφ., Πλάτ.· [[προῖκα]] κρίνειν, [[χωρίς]] [[προίκα]], [[χωρίς]] [[δώρο]], σε Δημ. | |lsmtext='''προίξ:''' [[προικός]], ἡ,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[δώρο]], [[δωρεά]], <i>προικὸς γεύσασθαι</i>, [[γεύομαι]] ένα [[δώρο]], σε Ομήρ. Οδ.· <i>προικὸς χαρίσασθαι</i>, [[χαρίζω]] [[προίκα]] ([[προικός]] είναι στη γεν. pretii), στο ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[μερίδιο]] που αποδίδεται στους γάμους, [[προίκα]], σε Πλάτ., Δημ.<br /><b class="num">II.</b> οι Αττ. χρησιμ. την αιτ. [[προῖκα]] ως επίρρ., όπως το [[δωρεά]], ελεύθερη [[δωρεά]], [[χάρισμα]], [[πράγμα]] διδόμενο [[άνευ]] κόστους, Λατ. [[gratis]], σε Αριστοφ., Πλάτ.· [[προῖκα]] κρίνειν, [[χωρίς]] [[προίκα]], [[χωρίς]] [[δώρο]], σε Δημ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=προίξ προικός, ἡ [πρό, ~ ἵκω] geschenk, bruidschat:; προῖκα διδόναι τρία τάλαντα als bruidschat drie talenten geven Men. Dysc. 843; gen. adv. προικός en acc. adv. προῖκα gratis. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:16, 1 January 2019
English (LSJ)
προικός, ἡ (on the accent v. Arc.125, An.Ox.3.243; Ion. accus. πρόϊκα acc. to EM495.33),
A gift, present, in Hom. only gen. προικός, as Adv., ἀργαλέον ἕνα προικὸς χαρίσασθαι burdensome is it for a single person to give of his bounty, without reimbursement, Od. 13.15; ἔμελλεν . . προικὸς γεύσεσθαι Ἀχαιῶν was like ly to make trial of the Achaeans with impunity, 17.413 (unless π. γ. = taste the gift). 2 after Hom., marriage-porlion, dowry, Hippon.(?)72, And. 4.14, Lys.19.9, Pl.Lg.774c, al.; ἐν τῇ προικὶ τετιμημένα reckoned as part of the dowry, D.47.57; ἀποτετιμημένα προικὸς τῇ διοδώρου θυγατρί IG22.2675. II acc. προῖκα as Adv., as a free gift, freely, at one's own cost, Ar.Eq.577,679, Nu.1426; π. ἐργάζεσθαι Pl.R.346e; ἀρετὴ τὸ π. τοῖς φίλοις ὑπηρετεῖν Antiph. 210; π. κρίνειν, πρεσβεύειν, without a gift, unbribed, D.5.12, 19.232, cf. IG3.702, etc.; παῖς . . κακὸν μὲν δρᾶν τι προῖκ' ἐπίσταται of oneself, without a teacher, [S.]Fr. 1120. 6 2 π. τῆς δόξης to say nothing of, in addition to, Plu.2.349e.
Greek (Liddell-Scott)
προίξ: προικός, ἡ, «οὐδὲν εἰς οιξ λήγει ὄνομα πλὴν μόνον ἡ προὶξ καὶ ὀξύνεται». Ἡρῳδιαν. περὶ Καθολ. Προσῳδ. ιδ΄, τ. 1, σ. 397, 19, Ἀρκάδ. 125, 6· (Ἰων. προῒξ κατὰ τὸν Μέγ. Ἐτυμολ. 495. 32), ἴδε ἐν τέλ. Δῶρον, δωρεά, προικὸς γεύεσθαι, «τῆς δωρεὰν δόσεως» (Σχόλ.), Ὀδ. Σ. 413· ἀργαλέον ἕνα προικὸς χαρίσασθαι, «χαλεπὸν γὰρ καὶ ἀδύνατον ἕνα δωρεὰν τοιαύτην χαρίσασθαι» (Σχόλ.), κατ’ ἄλλον Σχολιαστ. «ἀντὶ τοῦ προῖκα, δψρεάν», Ὀδ. Ν. 15. 2) μεθ’ Ὅμηρ., τὸ κατὰ τοὺς γάμους διδόμενον μερίδιον, προίξ, φερνή, Ἱππῶν. 69, Ἀνδοκ. 30. 40, Λυσί. 159. 9, Πλάτ. Νόμ. 744C, κ. ἀλλ.· ἐν προικὶ τιμᾶν, ὑπολογίζειν ὡς μέρος τῆς προικός, Δημ. 1156. 15. ΙΙ. οἱ Ἀττικοὶ ἐχρῶντο τῇ αἰτ. προῖκα ὡς ἐπίρρ. ὡς τὸ δωρεάν, «χάρισμα», Λατ. gratis, Ἀριστοφ. Ἱππ. 577, 679, Νεφ. 1426· προῖκα ἐργάζεσθαι Πλάτ. Πολ. 346Ε· δειπνεῖν Ἀντιφάν. ἐν «Τυρρηνῷ» 1· πρ. κρίνειν, πρεσβεύειν, ἄνευ δώρου, τιμίως καὶ εἰλικρινῶς, Δημ. 60. 2., 413. 16 καὶ 20 πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 399, 2099, κ. ἀλλ.· ὡσαύτως, παῖς… κακὸν μὲν δρᾶν τι προῖκ’ ἐπίσταται, ἀφ’ ἑαυτοῦ, χωρὶς διδασκάλου, Σοφ. Ἀποσπ. 779. (Ἐκ τῆς √ΠΡΟΙΚ, ὅθεν καὶ καταπροΐξομαι, καὶ πιθανῶς προΐσσομαι, προΐκτης, πρβλ. Σανσκρ. prak΄h (rogare, predari)· Λατ. prec-or, proc-or, proc-us).
French (Bailly abrégé)
προικός (ἡ) :
1 présent, don ; acc. adv. • προῖκα, en présent, gratuitement;
2 dot en prose touj. en ce sens.
Étymologie: πρό, R. Ϝικ, venir, > ἵκω, ἱκνέομαι.
Greek Monolingual
-κός, ιων. τ. πρόϊξ, ἡ, Α
βλ. προίκα.
Greek Monotonic
προίξ: προικός, ἡ,
I. 1. δώρο, δωρεά, προικὸς γεύσασθαι, γεύομαι ένα δώρο, σε Ομήρ. Οδ.· προικὸς χαρίσασθαι, χαρίζω προίκα (προικός είναι στη γεν. pretii), στο ίδ.
2. μερίδιο που αποδίδεται στους γάμους, προίκα, σε Πλάτ., Δημ.
II. οι Αττ. χρησιμ. την αιτ. προῖκα ως επίρρ., όπως το δωρεά, ελεύθερη δωρεά, χάρισμα, πράγμα διδόμενο άνευ κόστους, Λατ. gratis, σε Αριστοφ., Πλάτ.· προῖκα κρίνειν, χωρίς προίκα, χωρίς δώρο, σε Δημ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προίξ προικός, ἡ [πρό, ~ ἵκω] geschenk, bruidschat:; προῖκα διδόναι τρία τάλαντα als bruidschat drie talenten geven Men. Dysc. 843; gen. adv. προικός en acc. adv. προῖκα gratis.