σάνδαλον: Difference between revisions

From LSJ

Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖModestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist

Menander, Monostichoi, 328
(6)
(4)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σάνδᾰλον:''' τό, [[υπόδημα]] με ξύλινη σόλα που δένεται με λωρίδες γύρω από το [[πέλμα]] και τον αστράγαλο· [[σανδάλι]], πέδιλο· κατά κανόνα στον πληθ., τα σανδάλια, σε Ομηρ. Ύμν. κ.λπ. (πιθ. Περσική [[λέξη]]).
|lsmtext='''σάνδᾰλον:''' τό, [[υπόδημα]] με ξύλινη σόλα που δένεται με λωρίδες γύρω από το [[πέλμα]] και τον αστράγαλο· [[σανδάλι]], πέδιλο· κατά κανόνα στον πληθ., τα σανδάλια, σε Ομηρ. Ύμν. κ.λπ. (πιθ. Περσική [[λέξη]]).
}}
{{elru
|elrutext='''σάνδᾰλον:''' эол. [[σάμβαλον|σάμβᾰλον]] τό<br /><b class="num">1)</b> сандалия (деревянная подошва с ремнями) HH;<br /><b class="num">2)</b> сандал (род камбалы) Luc.
}}
}}

Revision as of 14:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σάνδᾰλον Medium diacritics: σάνδαλον Low diacritics: σάνδαλον Capitals: ΣΑΝΔΑΛΟΝ
Transliteration A: sándalon Transliteration B: sandalon Transliteration C: sandalon Beta Code: sa/ndalon

English (LSJ)

τό,

   A sandal, Eup.295; mostly in pl., sandals, h.Merc. 79,83,139, etc.; Aeol. σάμβᾰλον Eumel.13 K., Sapph.98, AP6.267 (Diotim.).    II a flat fish, Matro Conv.76; also σανδάλιον, identified by Hsch. with ψῆττα, but distinguished from it by Alciphr.1.7.

German (Pape)

[Seite 860] τό, äol. σάμβαλον, w. m. vgl., gew. im plur., eine hölzerne Sohle, mit Riemen um den Oberfuß festgebunden; zuerst im h. Hom. Merc. 79. 83. 139; später eine Art Weiberschuh, z. B. der Omphale, vgl. Poll. 7, 87.

Greek (Liddell-Scott)

σάνδᾰλον: τό, ὑπόδημα προσδενόμενον διὰ λωρίων κατὰ τὸ ἄνω μέρος τοῦ ποδός,
Εὔπολις ἐν «Χρυσῷ γένει» 20· κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθυντ., πρῶτον ἐν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 79, 83μ 139· περὶ τῶν Τυρρηνικῶν σανδαλίων ἴδε Meineike εἰς Κρατῖν. ἐν «Νόμ.» 10, Πολυδ. Ζ΄ 86 κἑξ.· - Αἰολ. σάμβαλον Σαπφὼ 99, Ἀνθ. Π. 6. 267, ἴδε Bgk. εἰς Ἀνακρ. 15· ὑποκοριστ. σαμβαλίσκος, ὁ, ἑτερογεν. πληθ. -ίσκα, Ἱππῶναξ 12. ΙΙ. πλατύς τις ἰχθύς, Μάτρων παρ’ Ἀθην. 136Β· ὡσαύτως σανδάλιον, καθ’ Ἡσύχ. ταὐτὸν καὶ ψῆττα, ἀλλὰ διακρίνεται ἀπ’ αὐτῆς ὑπὸ τοῦ Ἀλκίφρονος 1. 7. (Πιθαν. παρελήφθη ἐκ τοῦ Περσικοῦ sandal (calceus)).

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
sandale.
Étym. pers. sandal « chaussure ».

Spanish

sandalia

Greek Monolingual

το, ΜΑ
βλ. σάνδαλο.

Greek Monotonic

σάνδᾰλον: τό, υπόδημα με ξύλινη σόλα που δένεται με λωρίδες γύρω από το πέλμα και τον αστράγαλο· σανδάλι, πέδιλο· κατά κανόνα στον πληθ., τα σανδάλια, σε Ομηρ. Ύμν. κ.λπ. (πιθ. Περσική λέξη).

Russian (Dvoretsky)

σάνδᾰλον: эол. σάμβᾰλον τό
1) сандалия (деревянная подошва с ремнями) HH;
2) сандал (род камбалы) Luc.