σειραῖος: Difference between revisions
Ἔστιν τὸ τολμᾶν, ὦ φίλ', ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → Amice, non sapientis es res temeritas → Leichtsinn, mein Freund, passt nicht zu einem weisen Mann
(6) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σειραῖος:''' -α, -ον ([[σειρά]]),<br /><b class="num">1.</b> δεμένος με [[σχοινί]] ή [[δεσμά]], [[ἵππος]] [[σειραῖος]] = [[σειραφόρος]], σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για [[σχοινί]], συστραμμένος, στριφογυρισμένος, αυτός που έχει θηλειές, βρόχους, δεμένος με [[σχοινί]], σε Ευρ. | |lsmtext='''σειραῖος:''' -α, -ον ([[σειρά]]),<br /><b class="num">1.</b> δεμένος με [[σχοινί]] ή [[δεσμά]], [[ἵππος]] [[σειραῖος]] = [[σειραφόρος]], σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για [[σχοινί]], συστραμμένος, στριφογυρισμένος, αυτός που έχει θηλειές, βρόχους, δεμένος με [[σχοινί]], σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σειραῖος:''' <b class="num">1)</b> пристяжной или подручный ([[ἵππος]] Soph.);<br /><b class="num">2)</b> сделанный из крученой веревки, веревочный (βρόχοι Eur.).<br /><b class="num">II</b> ὁ (sc. [[ἵππος]]) пристяжная или подручная лошадь Eur. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:28, 31 December 2018
English (LSJ)
α, ον, (σειρά)
A joined by a cord or band, ἵππος σ.,= σειραφόρος, S.El.722; δυσὶ γὰρ ἵπποις . . τρίτος παρείπετο σ . . . ῥυτῆρσι συνεχόμενος D.H.7.73; νῶτα σειραίον (sc. ἵππου) cj. for σειρίου in E.Fr.779.8; σ. ἱμάς the attaching trace of the horse, Poll.1.148; cf. ὑποσειραῖος. 2 of cord, twisted, βρόχοι E.HF1009; μήρινθος Orph.A.241.
German (Pape)
[Seite 868] am Seile; gew. ἵππος σ., das Handpferd, das an der Leine zieht, Suid. ὁ ἔξω τοῦ ζυγοῦ, ὁ δεξιός; Soph. El. 712; übertr., das rechte von zwei Jochpferden, ὑπὸ σειραίοις ποσὶν ἕλκουσαν τέκνα, Eur. Herc. Fur. 446, neben sich herführend; σειραῖος ἱμάς, der Riemen vom Handpferde, Poll. 1, 148; σειραίη μήρινθος, Orph. Arg. 241.
Greek (Liddell-Scott)
σειραῖος: -α, -ον, (σειρὰ) ὁ πρσοδεδεμένος διὰ σειρᾶς, σχοινίου ἢ δεσμοῦ, ἵππος σ. = σειραφόρος, Σοφ. Ἠλ. 722· δυσὶ γὰρ ἵπποις.. τρίτος παρείπετο σ.. ῥυτῆρσι συνεχόμενος Διον. Ἁλ. 7. 73· νῶτα σειραίου (δηλ. ἵππου) Εὐρ. Ἀποσπ. 779. 8· σ. ἱμάς, δι’ οὗ ὁ ἵππος προσδένεται εἰς τὴν ἅμαξαν, Πολυμ. Α΄, 148· πρβλ. ὑποσειραῖος. 2) ὁ ἐκ συνεστραμμένου ἢ συγκεκλωσμένου σχοινίου, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1011· μήρινθος Ὀρφ. Ἀργ. 241.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
attaché par des traits ou par une longe : ἵππος cheval de trait ou cheval de main.
Étymologie: σειρά.
Greek Monolingual
-αία, -ον, Α
1. δεμένος με σχοινί ή ιμάντα
2. (για ιμάντα) αυτός με τον οποίο δένεται το άλογο στην άμαξα
3. αυτός που είναι κατασκευασμένος από πλεγμένο σχοινί («δεσμὰ σειραίων βρόχων ἀνήπτομεν πρὸς κίονα», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σειρά + κατάλ. -αῖος (πρβλ. πηγ-αῖος)].
Greek Monotonic
σειραῖος: -α, -ον (σειρά),
1. δεμένος με σχοινί ή δεσμά, ἵππος σειραῖος = σειραφόρος, σε Σοφ.
2. λέγεται για σχοινί, συστραμμένος, στριφογυρισμένος, αυτός που έχει θηλειές, βρόχους, δεμένος με σχοινί, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
σειραῖος: 1) пристяжной или подручный (ἵππος Soph.);
2) сделанный из крученой веревки, веревочный (βρόχοι Eur.).
II ὁ (sc. ἵππος) пристяжная или подручная лошадь Eur.