σάμβαλον: Difference between revisions
From LSJ
(6) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σάμβᾰλον:''' τό, Αιολ. αντί [[σάνδαλον]], [[σανδάλι]], πέδιλο, σε Ανθ. | |lsmtext='''σάμβᾰλον:''' τό, Αιολ. αντί [[σάνδαλον]], [[σανδάλι]], πέδιλο, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σάμβᾰλον:''' τό эол. [[Sappho]], Anth. = [[σάνδαλον]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:32, 1 January 2019
English (LSJ)
σαμβαλίσκος,
A v. σάνδαλον, σανδαλίσκος.
German (Pape)
[Seite 860] τό, äol. statt σάνδαλον, Sappho 38; σάμβαλα κοῦφα βαλεῖν, Diotim. 2 (VI, 267), d. i. leicht die Füße setzen.
Greek (Liddell-Scott)
σάμβᾰλον: σαμβᾰλίσκος, ἴδε ἐν λέξ. σάνδαλον, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
τὸ, Α
(αιολ. τ.) βλ. σάνδαλον.
Greek Monotonic
σάμβᾰλον: τό, Αιολ. αντί σάνδαλον, σανδάλι, πέδιλο, σε Ανθ.