συνεγγίζω: Difference between revisions
Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not
(6) |
(4) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συνεγγίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[έρχομαι]] κοντά σε κάποιον, τον [[προσεγγίζω]], σε Πολύβ. | |lsmtext='''συνεγγίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[έρχομαι]] κοντά σε κάποιον, τον [[προσεγγίζω]], σε Πολύβ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συνεγγίζω:''' приближаться, подходить вплотную (τινί Polyb., Diod.). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:36, 31 December 2018
English (LSJ)
A draw near, Plb.1.23.8; τινι to a person or thing, Id.3.69.13, D.S.3.72, 17.41; -ιζούσης τῆς ἀποτέξεως Sor.1.56; -ίζοντος τοῦ ἡλίου Gem.17.28; approximate, τῇ τῶν ἀγαθῶν φύσει Stoic. 1.48; τῇ ἀληθείᾳ Hipparch.1.10.8, cf. Phld.Rh.1.362 S.; τῇ μανίᾳ Id.Mus. p.99 K.; abs. (sc. τῇ σοφίᾳ), Id.Ir.p.74 W.; θέρους τοῦ -ίζοντος τῷ φθινοπώρῳ in the part of summer verging on autumn, Dsc.2.77; σ. τῇ ἀκμῇ nearing the prime of life, Marcellin.Puls.339.
German (Pape)
[Seite 1009] sich annähern, Pol. 1, 23, 8.
Greek (Liddell-Scott)
συνεγγίζω: ἔρχομαι πλησίον ὁμοῦ, συμπλησιάζω, Πολύβ. 1. 23, 8· τινί, πρός τι πρόσωπον ἢ πρᾶγμα, ὁ αὐτ. 3. 69, 13, Διόδ., κλπ.
French (Bailly abrégé)
s’approcher tout à fait de, τινι.
Étymologie: σύν, ἐγγίζω.
Greek Monolingual
Α
1. βρίσκομαι ή έρχομαι κοντά σε κάποιον ή σε κάτι («θέρους τοῡ συνεγγίζοντος τῷ φθινοπώρῷ», Διοσκ.)
2. προσεγγίζω, φθάνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐγγίζω «πλησιάζω, προσεγγίζω»].
Greek Monolingual
Α
1. βρίσκομαι ή έρχομαι κοντά σε κάποιον ή σε κάτι («θέρους τοῡ συνεγγίζοντος τῷ φθινοπώρῷ», Διοσκ.)
2. προσεγγίζω, φθάνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐγγίζω «πλησιάζω, προσεγγίζω»].
Greek Monotonic
συνεγγίζω: μέλ. -σω, έρχομαι κοντά σε κάποιον, τον προσεγγίζω, σε Πολύβ.
Russian (Dvoretsky)
συνεγγίζω: приближаться, подходить вплотную (τινί Polyb., Diod.).