σύρραξις: Difference between revisions
From LSJ
(6) |
(4b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σύρραξις:''' -εως, ἡ ([[συρράσσω]]), [[σύγκρουση]], σε Πλούτ. | |lsmtext='''σύρραξις:''' -εως, ἡ ([[συρράσσω]]), [[σύγκρουση]], σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σύρραξις:''' εως ἡ столкновение (τῶν κλυδώνων πρὸς ἀλλήλους Arst.; ὅπλων Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 08:32, 31 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ,
A dashing together, [τῶν κλυδώνων] πρὸς ἀλλήλους Arist.Mir.843a16; ὅπλων Plu.2.339b, cf. Id.Caes.44; cf. σύρρηξις.
Greek (Liddell-Scott)
σύρραξις: ἡ, σύγκρουσις, τῶν κλυδώνων πρὸς ἀλλήλους Ἀριστ. π. Θαυμασ. 130. 2· ὅπλων Πλούτ. 2. 337Β, πρβλ. τὸν αὐτ. ἐν Καίσ. 44.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
choc, conflit.
Étymologie: συρρήγνυμι.
Greek Monotonic
σύρραξις: -εως, ἡ (συρράσσω), σύγκρουση, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
σύρραξις: εως ἡ столкновение (τῶν κλυδώνων πρὸς ἀλλήλους Arst.; ὅπλων Plut.).