τοπρίν: Difference between revisions

From LSJ

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source
(6)
(4b)
Line 10: Line 10:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τοπρίν:''' [[τοπρόσθεν]], [[τοπρότερον]], [[τοπρῶτον]], προτιμητέα [[χωριστά]].
|lsmtext='''τοπρίν:''' [[τοπρόσθεν]], [[τοπρότερον]], [[τοπρῶτον]], προτιμητέα [[χωριστά]].
}}
{{elru
|elrutext='''τοπρίν:''' το-[[πρόσθεν]], το-[[πρότερον]], το-[[πρῶτον]] правильнее раздельно: τὸ [[πρίν]] и т. д.
}}
}}

Revision as of 06:52, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 1129] adv., = πρίν, Hom. u. Hes. S, πρίν.

Greek (Liddell-Scott)

τοπρίν: τοπρόσθεν, τοπρότερον, τοπρῶτον, ἴδε ἐν λέξ. πρίν, πρόσθεν, πρότερος.

French (Bailly abrégé)

c. πρίν.
Étymologie: τό, πρίν.

Greek Monotonic

τοπρίν: τοπρόσθεν, τοπρότερον, τοπρῶτον, προτιμητέα χωριστά.

Russian (Dvoretsky)

τοπρίν: το-πρόσθεν, το-πρότερον, το-πρῶτον правильнее раздельно: τὸ πρίν и т. д.