ὑακίνθινος: Difference between revisions
καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer
(6) |
(4b) |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑᾰκίνθῐνος:''' [ῠ], , -η, -ον, [[υακίνθινος]], όμοιος με υάκινθο, βιολετής, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ. | |lsmtext='''ὑᾰκίνθῐνος:''' [ῠ], , -η, -ον, [[υακίνθινος]], όμοιος με υάκινθο, βιολετής, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑᾰκίνθῐνος:''' (ῠ)<b class="num">1)</b> гиацинтовый Hom., Theocr.: ἄνθεα ὑακίνθινα Eur. гиацинты;<br /><b class="num">2)</b> цвета гиацинта, т. е. фиолетовый, пурпурный или темно-синий Luc. | |||
}} | }} |
Revision as of 05:00, 1 January 2019
English (LSJ)
[ῠ], η, ον,
A hyacinthine, ἄνθος Od.6.231; ἄνθεα E.IA1298 (lyr.); ἔξαστις Michel832.14 (Samos, iv B. C.); φύλλα Theoc.11.26; blue, θώρακες Apoc.9.17; ἔνδυμα Ph.2.225, J.BJ5.5.7; lana, Cod. Just.4.40.1; λίθοι PSI3.183.5 (v A. D.).
German (Pape)
[Seite 1168] hyacinthen, hyacinthfarbig, d. i. dunkelroth, schwarzroth, übh. dunkelfarbig; ὑακίνθινον ἄνθος, die Hyacinthblume, Od. 6, 231. 23, 158, wie Eur. I. A. 1298; ῥάβδος, Anacr. 29, 1; von Haaren, Luc. pro imag. 5.
Greek (Liddell-Scott)
ὑακίνθῐνος: -η, -ον, ὁ τοῦ ὑακίνθου, κόμας, ὑακινθίνῳ ἄνθει ὁμοίας Ὀδ. Ζ. 231, (ἴδε ὑάκινθος), Σαπφὼ 62· ἄνθεα Εὐρ. Ι. Α. 1298 φύλλα, Θεόκρ. 11. 26 ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑακίνθινον· ὑπομελανίζον, πορφυρίζον».
French (Bailly abrégé)
η, ον :
de couleur jacinthe, violet ou bleu foncé.
Étymologie: ὑάκινθος.
English (Autenrieth)
hyacinthine; ἄνθος, Od. 6.231 and Od. 23.158.
Spanish
English (Strong)
from ὑάκινθος; "hyacinthine" or "jacinthine", i.e. deep blue: jacinth.
English (Thayer)
ὑακινθινη, ὑακίνθινον (ὑάκινθος), of hyacinth, of the color of hyacinth, i. e. of a red color bordering on black (Hesychius ὑακινθιον. ὑπομελανιζον): Homer, Theocr, Lucian, others; the Sept.).
Greek Monolingual
-η, -ο / ὑακίνθινος, -ίνη, -ον, ΝΜΑ
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον υάκινθο
αρχ.
(το ουδ.) ὑακίνθινον
(κατά τον Ησύχ.) «ὑπομελανίζον, πορφυρίζον».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑάκινθος + κατάλ. -ινος (πρβλ. λίθ-ινος)].
Greek Monotonic
ὑᾰκίνθῐνος: [ῠ], , -η, -ον, υακίνθινος, όμοιος με υάκινθο, βιολετής, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ὑᾰκίνθῐνος: (ῠ)1) гиацинтовый Hom., Theocr.: ἄνθεα ὑακίνθινα Eur. гиацинты;
2) цвета гиацинта, т. е. фиолетовый, пурпурный или темно-синий Luc.