τελεσσίφρων: Difference between revisions
Εἰ θνητὸς εἶ, βέλτιστε, θνητὰ καὶ φρόνει → Mortalis quum sis, intra mortalem sape → Bist sterblich du, mein Bester, denk auch Sterbliches
(6) |
(4b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τελεσσίφρων:''' -ονος, ὁ, ἡ ([[φρήν]]), ποιητ. αντί [[τελεσίφρων]], αυτός που εκτελεί τη θέλησή του, σε Αισχύλ. | |lsmtext='''τελεσσίφρων:''' -ονος, ὁ, ἡ ([[φρήν]]), ποιητ. αντί [[τελεσίφρων]], αυτός που εκτελεί τη θέλησή του, σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τελεσσίφρων:''' ονος adj. осуществляющий свои намерения или планы, умеющий добиться своего ([[μῆνις]] Aesch.). | |||
}} | }} |
Revision as of 04:40, 1 January 2019
English (LSJ)
ονος, ὁ, ἡ, (φρήν) poet. for τελεσίφρων,
A working its will, μῆνις τ., of divine vengeance, A.Ag.700 (lyr.). 2 Μνήμης τελεσίφρονος υἱὲ μέγιστε perh. perfecting man's mental powers, PMag.Lond.46.415, cf. 121.678.
Greek (Liddell-Scott)
τελεσσίφρων: -ονος, ὁ, ἡ, (φρήν), ποιητ. ἀντὶ τελεσίφρων, ὁ ἐκτελῶν τὴν ἰδίαν θέλησιν ἢ πρόθεσιν, μῆτις τ., ἐπὶ τῆς θείας ἐκδικήσεως, Αἰσχύλ. Ἀγ. 700 (λυρ.).
French (Bailly abrégé)
ονος (ὁ, ἡ)
qui accomplit ses projets.
Étymologie: poét. p. *τελεσίφρων, de τελέω, φρήν.
Greek Monolingual
και τελεσίφρων, -ονος, ό, ἡ, Α
1. (ιδίως για την θεά Εκδίκηση) αυτός που πραγματοποιεί τα σχέδιά του, που εκπληρώνει τις προθέσεις του
2. πιθ. (για τη θεά Μνήμη) αυτός που τελειοποιεί τις πνευματικές δυνάμεις του ανθρώπου («Μνήμης τελεσίφρονος υἱὲ μέγιστε», πάπ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τελεσ- του τέλος + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. θελξί-φρων, με διπλασιασμό του -σ- για διευθέτηση μετρικών αναγκών].
Greek Monotonic
τελεσσίφρων: -ονος, ὁ, ἡ (φρήν), ποιητ. αντί τελεσίφρων, αυτός που εκτελεί τη θέλησή του, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
τελεσσίφρων: ονος adj. осуществляющий свои намерения или планы, умеющий добиться своего (μῆνις Aesch.).