ὑποδμώς: Difference between revisions
From LSJ
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑποδμώς:''' -ῶος, ὁ, δευτερεύων [[δούλος]], σε Ομήρ. Οδ. | |lsmtext='''ὑποδμώς:''' -ῶος, ὁ, δευτερεύων [[δούλος]], σε Ομήρ. Οδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑποδμώς:''' ῶος ὁ раб, слуга (τινος Hom.). | |||
}} | }} |
Revision as of 09:48, 31 December 2018
English (LSJ)
ῶος, ὁ,
A servant, Ποσειδάωνος Od.4.386, Matro Conv.62.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποδμώς: -ῶος, ὁ, δευτερεύων δοῦλος, τινος Ὀδ. Δ., πρβλ. ὑποδρηστήρ.
French (Bailly abrégé)
ῶος (ὁ) :
serviteur subalterne, ou simpl. serviteur.
Étymologie: ὑπό, δμώς.
English (Autenrieth)
under-servant, underling, Od. 4.386†.
Greek Monolingual
-ῶος, ὁ, Α
υποδεέστερος δούλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + δμώς «δούλος, υπηρέτης»].
Greek Monotonic
ὑποδμώς: -ῶος, ὁ, δευτερεύων δούλος, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
ὑποδμώς: ῶος ὁ раб, слуга (τινος Hom.).